Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς


Ο 15χρονος Κωνσταντίνος είναι ένας πολύ επιμελής μαθητής που φοιτά σε δημόσιο Γυμνάσιο μιας μεσοαστικής περιοχής της πρωτεύουσας και όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν σταθερά και με άποψη απέναντι στους συμμαθητές του που ήθελαν να κάνουν κατάληψη για να… χάσουν μάθημα.

Την περασμένη Τετάρτη, όμως, που συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την τραγωδία των Τεμπών, ο Κωνσταντίνος πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να αποφασίσουν οι συμμαθητές του αποχή από τα μαθήματα ώστε να διαμαρτυρηθούν επειδή καθυστερεί η απονομή δικαιοσύνης για τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που θυσιάστηκαν στο συγκλονιστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα της αποφράδας 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν πτοήθηκε από τις απειλές της διευθύντριας του σχολείου του ότι θα τιμωρηθεί με αποβολή. Ως επιμελής που, όπως προείπαμε, είναι, επικαλέστηκε τον υφιστάμενο κανονισμό με τα δικαιώματα των μαθητών και η διευθύντρια υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας του μαθητή της και να αποσύρει τις απειλές.

Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι απολύτως αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως των νεότερων γενιών το τραύμα τόσο από αυτή καθεαυτή την τραγωδία των Τεμπών, όσο, ενδεχομένως και πολύ περισσότερο, από τους μετέπειτα χειρισμούς της επίσημης Πολιτείας, είτε αυτή εκφράζεται από την καθ΄ έξιν βραδυπορούσα ελληνική Δικαιοσύνη, είτε από τη χρόνια παθογένεια του εγχώριου πολιτικού συστήματος το οποίο για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων και υποτάσσει τα πάντα στον βωμό των μικροκομματικών υπολογισμών.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς από εκείνους που θεωρούν ότι η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να αποδίδεται εν θερμώ και χωρίς ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που συνθέτουν κάθε υπόθεση, για να μη θυμώνει με το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό μιας άλλης υπόθεσης που συγκλόνισε την κοινωνία μας, όπως ήταν η τραγωδία με την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, από την οποία μας χωρίζουν σχεδόν έξι ολόκληρα χρόνια.

Ούτε απαιτείται να είναι κάποιος προκατειλημμένος για την «ποιότητα» του πολιτικού συστήματος μας για να αναγνωρίσει ότι τα πρόσωπα που επελέγησαν για να διευθύνουν τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής που συγκρότησε η Βουλή για να διερευνήσει το δυστύχημα των Τεμπών ήταν παντελώς ακατάλληλα για να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο. Όσο και αν ισχύει ο αποκαρδιωτικός ισχυρισμός ότι «σπανίως οι Εξεταστικές της Βουλής συνέβαλαν ουσιωδώς στη διαλεύκανση των υποθέσεων τις οποίες κλήθηκαν να διερευνήσουν», στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα υπήρξαν χειρότερα από κάθε άλλη φορά.

Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει έστω και για λίγο τις εργασίες της Επιτροπής διαπίστωνε εύκολα την προκατάληψη από την οποία διακατέχονταν το προεδρείο και η πλειοψηφία των μελών της. Χρησιμοποιώντας συχνά ακόμη και αγοραίες εκφράσεις, οι οποίες μόνον κοινοβουλευτικό ύφος δεν απέπνεαν, συμπεριφέρονταν με τρόπο που μαρτυρούσε κραυγαλέα πρόθεση για συγκάλυψη των ευθυνών που βαρύνουν τους πραγματικούς υπαίτιους.

Το γεγονός ότι μπορεί να υπήρξαν προκλήσεις και εκ μέρους κάποιων από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί την απροκάλυπτη διάθεση για άρον άρον ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής χωρίς να περιγραφούν και να αποτυπωθούν στα πρακτικά οι αναμφισβήτητες πολιτικές ευθύνες που οδήγησαν στην ανείπωτη τραγωδία.

Προς τι, άραγε, η σπουδή των κυβερνητικών βουλευτών να τελειώσουν όλα το συντομότερο; Και που, αλήθεια, κατέτεινε ο αποκλεισμός μαρτύρων τους οποίους, καλώς ή κακώς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θεωρούσαν κρίσιμους; Και αν ήταν τόσο δύσκολο να το αντιληφθούν οι ίδιοι θερμοκέφαλοι (αν)εγκέφαλοι της Επιτροπής, γιατί δεν βρέθηκε κάποιος από την κυβέρνηση να τους το πει;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, βοηθούντων και των προσεγγίσεων που έκαναν οι βασικοί αντίπαλοί τους, οι οποίοι, κακά τα ψέματα, απεδείχθησαν υπέρ του δέοντος «ερασιτέχνες», οι ιθύνοντες του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης κατέγραψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια αναρίθμητες επιτυχίες. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις πολιτικές συγκρούσεις της τελευταίας πενταετίας, κέρδιζαν κατά κράτος στο πεδίο των εντυπώσεων.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι το επικοινωνιακό επιτελείο, το οποίο επέλεξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να τον πλαισιώσει, υπήρξε ο αναμφισβήτητος νικητής σε όλες τις κρίσεις και τις μοιραίες πολιτικές συγκρούσεις με τις οποίες αυτές συνοδεύτηκαν από το 2019: από τη διαχείριση της πανδημίας και των ελληνοτουρκικών κρίσεων έως τους αμφιλεγόμενους χειρισμούς στην Παιδεία, στην Υγεία και στο μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων, το πρόσημο για την κυβέρνηση ήταν θετικό, ακόμη και όταν ήταν εμφανείς οι παλινωδίες και τα πισωγυρίσματα.

Χωρίς να είναι συγκρίσιμα μεγέθη, ακόμη και η πρόσφατη διελκυστίνδα γύρω από τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που προκάλεσε τη μήνη του συντηρητικού εκλογικού κοινού της κυβερνητικής παράταξης, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί λιγότερο επώδυνη για την κυβέρνηση όσο από τις αρχές δεν δίνονται ξεκάθαρες και πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με την τραγωδία των Τεμπών. Όπως, ενδεικτικά:

1. Ποιος, για παράδειγμα, και γιατί αποφάσισε να μπαζωθεί ο τόπος μαρτυρίου των 57 συνανθρώπων μας που έχασαν τόσο άδικα τη ζωή τους; Όσο και αν ο πολίτης Κώστας Αγοραστός έχει νόμιμο δικαίωμα να σιωπά, επειδή είναι κατηγορούμενος, ο τέως περιφερειάρχης που είναι πολιτικός, ο οποίος τόσο απλόχερα στηρίχθηκε από την κυβέρνηση, έχει υποχρέωση να πει όλη την αλήθεια.

2. Ποιο πραγματικά ήταν το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας που συγκρούστηκε με το μοιραίο επιβατηγό τρένο το οποίο βρέθηκε στην λάθος γραμμή και προκάλεσε την έκρηξη; Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ερώτημα έθεσαν από την πρώτη ώρα εγνωσμένοι συνωμοσιολόγοι, οι επίσημες αρχές είχαν και έχουν υποχρέωση να απαντήσουν αναλυτικά.

Το 41% που έλαβε η ΝΔ στις τελευταίες εκλογές δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι ούτε για τη σιωπή του τέως περιφερειάρχη κ. Αγοραστού ούτε για την αμετροέπεια του προέδρου της Εξεταστικής Επιτροπής, «γαλάζιου» βουλευτή Δημήτρη Μαρκόπουλου.

Διότι ο δικαιολογημένος θρήνος όχι μόνον των συγγενών των θυμάτων, αλλά και της μεγάλης πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας, που ταυτίζεται μαζί τους, δεν τιθασεύεται και ούτε χειραγωγείται από επικοινωνιακούς χειρισμούς. Όσο «επαγγελματικοί» και αν είναι. Και όσο αποτελεσματικοί και αν έχουν αποδειχθεί σε άλλες περιπτώσεις.

Όποιος το αμφισβητεί, μπορώ να τον παραπέμψω στον νεαρό φίλο μου, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος υπερασπίστηκε το δικαίωμα του να απέχει για πρώτη φορά από τα μαθήματά του επειδή πιστεύει ότι κάποιοι δεν θέλουν να αποδοθεί Δικαιοσύνη στην τραγωδία των Τεμπών.

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Με τον Στέφανο ή με τον Αλέξη; Ούτε… ψύλλος στον κόρφο του ΣΥΡΙΖΑίου οπαδού


Μπορεί να μην είναι η πρώτη φορά -και ούτε προφανώς θα είναι η τελευταία- που ένας κομματικός σχηματισμός αντιμετωπίζει προβλήματα συνοχής του στελεχιακού του δυναμικού, το δράμα, όμως, ενώπιον του οποίου βρίσκονται αυτό το διάστημα οι εναπομείναντες οπαδοί και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι νομίζω πρωτοφανές και απερίγραπτο.

Μετά την πολλαπλή εκλογική ψυχρολουσία που υπέστησαν τον περασμένο Ιούνιο, ο βασικός υπαίτιος της χωρίς προηγούμενο καταβαράθρωσης που γνώρισε ποτέ κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε τη γενναιότητα να παραιτηθεί πάραυτα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις επαναλαμβανόμενες ήττες.

Ο λόγος φυσικά για τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, με την αλαζονεία του τάχατες αυτοδημιούργητου και δήθεν ταλαντούχου πολιτικού, που στην πραγματικότητα κατά τη μακρά διαδρομή του δεν έκανε τίποτε σπουδαιότερο από το να καβαλήσει το κύμα της λαϊκής οργής όταν η χώρα μπήκε στη μνημονιακή μέγγενη, χρειάστηκε πέντε ολόκληρες μέρες από τον διασυρμό που γνώρισε στην τελευταία βουλευτική κάλπη για να ανακοινώσει ότι αποφάσισε να… παραμερίσει.

Ναι, ναι, ο τέως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ του δεν παραιτήθηκε, όπως τόσο παραστατικά φρόντισε να μας θυμίσει λίγα μόλις λεπτά της ώρας πριν ανοίξει τις πύλες του το πρώτο Συνέδριο του κόμματός του που επρόκειτο να συνέλθει χωρίς να είναι ο ίδιος στο τιμόνι.

«Αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει ένα νέο κύμα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ», ανέφερε επί λέξει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στη διαβόητη πλέον (χθεσινή) δήλωση με την οποία προσπάθησε να ισοπεδώσει τον… άμοιρο διάδοχό του που μάλλον από άγνοια κινδύνου φορτώθηκε πολιτικά βάρη και ανομήματα που δεν του αναλογούσαν.

«Ήθελα με τη στάση μου να προκαλέσω ένα ηλεκτροσόκ ανάταξης στον κλονισμένο οργανισμό του κόμματος, που βρέθηκε μπροστά σε μια απρόσμενη σε εύρος ήττα, ώστε να συνέλθει σύντομα», ισχυρίστηκε ο πρώην πρωθυπουργός στη δήλωσή του, η οποία, παρότι ήταν μακροσκελής και αρκούντως φλύαρη ως προς τις ευθύνες των επιγόνων του που έμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ ή έφυγαν από αυτόν, δεν χώρεσε ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό αυτοκριτικής.

Για ποιόν άραγε ήταν απρόσμενη η συντριπτική ήττα την οποία υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ τον καιρό που εκείνος ηγούνταν; Και, πολύ περισσότερο, ποιος φταίει που η Κουμουνδούρου δεν… είχε πάρει χαμπάρι ότι δεν ήταν στραβός ο γιαλός αλλά ήταν ο ηγέτης της που έκανε το καράβι να αρμενίζει στραβά; Ποιος εκβίαζε τους δημοσκόπους και ποιος απειλούσε τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους που προειδοποιούσαν για τα προφανή μελλούμενα;

Έπειτα από όλα αυτά και τους οκτώ μήνες της προσωπικής του σιωπής που μεσολάβησαν, είναι απορίας άξιον από που αντλεί ο συγκυβερνήτης του Πάνου Καμμένου το θράσος να στηλιτεύει τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ για «φαινόμενα ιδιοτέλειας, ναρκισσισμού, παραβίασης των αρχών της συλλογικότητας και της συντροφικότητας, (που) έχουν παραλύσει τον κομματικό οργανισμό».

Όποια άποψη και αν έχει κανείς για τον -αναμφισβήτητα- «ναρκισσιστή» Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος ηγείται του ΣΥΡΙΖΑ χάρις στη δήθεν «ευμενή ουδετερότητα» που τήρησε ο Αλέξης Τσίπρας στην κούρσα διαδοχής του, αλλά στην πραγματικότητα εξελέγη επειδή οι φίλοι του τέως αρχηγού νόμιζαν ότι ο αμερικανοτραφείς επιχειρηματίας απλώς θα του ζέσταινε την καρέκλα μέχρι να επιστρέψει, οι τελευταίες εξελίξεις έδειξαν ότι. μέσα στην πολυπλοκότητά της, η πολιτική είναι πολύ πιο απλή από όσο νομίζουν οι σύγχρονες ρεπλίκες του μακιαβελισμού.

Τόσο απλή που ακόμη και… αφελή, όπως κάποιοι θέλουν να ισχυρίζονται, «αμερικανάκια» να αντιλαμβάνονται τους προσωπικούς υπολογισμούς των δήθεν «μπαρουτοκαπνισμένων» αριστερών, οι οποίοι στην πραγματικότητα ζουν ακόμη στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που τους επέτρεπαν να ισχυρίζονται ότι θα καταργήσουν τα Μνημόνια «με ένα άρθρο και με ένα νόμο», χωρίς ποτέ να μετανοήσουν για την παραπλάνηση των πολιτών.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Στέφανος Κασσελάκης στην εναρκτήρια ομιλία του στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ «σήκωσε το γάντι» που του πέταξε ο κ. Τσίπρας και απάντησε λέγοντας: «Όποιος νομίζει ότι μπορεί να ανορθώσει ένα κόμμα που συνετρίβη και διασπάστηκε δύο φορές μέσα σε λίγους μήνες, ας έρθει να αναλάβει». Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Ζητούν να λογοδοτήσω για τις κακές δημοσκοπήσεις όσοι δε λογοδότησαν ποτέ για τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ από το 32 στο 18%».

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι η πλειονότητα των μέχρι πρότινος υποστηρικτών του κ. Κασσελάκη ήταν ταυτόχρονα και φανατικοί θαυμαστές του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίοι πίστευαν ότι ο νέος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά ο… εκδικητής που ανέλαβε να πάρει πίσω το αίμα του τέως αρχηγού τον οποίο τάχατες υπονόμευαν οι συνεργάτες του.

Το σχήμα του «εσωτερικού εχθρού» που δήθεν υπονομεύει τον ηγέτη είναι, έξαλλου, τόσο παλιό όσο και η ίδια Πολιτική. Με τη διαφορά, όμως, ότι άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, προκαλεί γέλωτες και καγχασμούς.

Διότι ποιος εχέφρων άνθρωπος θα πιστέψει ότι για τα δεινά του ΣΥΡΙΖΑ, που δημοσκοπικά τουλάχιστον έχει πάψει να είναι αξιωματική αντιπολίτευση, αφήνοντας την κυβέρνηση της ΝΔ να κάνει «πάρτι», ευθύνονται η Αχτσιόγλου, ο Χαρίτσης ή ο Τσακαλώτος και όχι ο ίδιος ο Τσίπρας ο οποίος διεκδικεί ακόμη να έχει ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα;

Όπως και να έχει, το μεγαλύτερο δράμα ζουν στις μέρες μας οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ που με πολύ επώδυνο τρόπο πρέπει να αποφασίσουν αν είναι με τον… παραδοσιακό Αλέξη ή με τον… σύγχρονο Στέφανο. Προσωπικά δεν θα ήθελα να είμαι «ούτε ψύλλος στον κόρφο τους», όπως λέει η γνωστή λαϊκή παροιμία.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Για τους Έλληνες εφοπλιστές είναι… εθελοντική ακόμη και η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ;

    Στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός που συνήλθε τον περασμένο μήνα, προκάλεσε τεράστια αίσθηση το γεγονός ότι 260 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, υπέγραψαν κοινό κείμενο με το οποίο διαπίστωναν τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και διατύπωναν το αίτημα για επιβολή περισσότερων φόρων στους έχοντες και κατέχοντες.

Πριν καταλήξουν στο εντυπωσιακό «φορολογήστε μας!», υπογράμμιζαν ότι το αίτημά τους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», αλλά στην ουσία σηματοδοτεί την «επιστροφή στην κανονικότητα». Κι αυτό, διότι, όπως επεσήμαιναν, με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον». 

Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα όσων υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτουν τεράστιες περιουσίες για τις οποίες δεν έχουν «εργαστεί» οι ίδιοι. Επρόκειτο κυρίως για κληρονόμους, που για τον πλούτο τον οποίο κατέχουν εργάστηκαν οι γονείς ή και οι παππούδες τους.

Χωρίς να μειώνεται η σημασία της έκκλησης των πλουσίων δεύτερης και τρίτης γενιάς για να φορολογηθούν από τα κράτη στα οποία ανήκει αυτή η αρμοδιότητα, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γενιά των κάθε είδους «αυτοδημιούργητων» επιχειρηματιών διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη… ταύτιση με τον πλούτο που απέκτησαν. 

Τρανή απόδειξη αποτελούν τα όσα έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το αποτρόπαιο φονικό που έλαβε χώρα την περασμένη Δευτέρα στους κόλπους της εφοπλιστικής οικογένειας που έχει την έδρα της στη Γλυφάδα.

Μία από τις άκρως εντυπωσιακές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως ήταν το χειρόγραφο κείμενο ενός εκ των ιδρυτών της εταιρείας, στο οποίο, προ τριακονταετίας, γινόταν λόγος για «πληθώρα χρημάτων, που πράγματι δεν ξέρουμε πού να τα ξοδέψουμε»(!). 

Ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου με έναν μάλλον προφητικό τρόπο για τα μελλούμενα προειδοποιούσε: «Όλοι μας ας αναλογισθούμε ότι το επόμενο στάδιο μετά από εδώ θέλει μεγάλη προσοχή, σύνεση και αυτοκριτική, διότι είναι ακριβώς το στάδιο που επειδή τα έχουμε όλα και τόσο πλούσια, ούτε ο Θεός, ούτε η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε παράπονο, διότι, αν μετά από όλα αυτά έχουμε παράπονο, είναι τόσο άδικο που μπορεί να μας οδηγήσει σε ζημία της εταιρείας ή και, το χειρότερο, της υγείας μας».

Κι όμως, τρεις δεκαετίες μετά αφότου η συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία και οι άνθρωποί της, που δεν ήξεραν πώς να ξοδέψουν τα χρήματα τα οποία τόσο αναπάντεχα είχαν συσσωρεύσει, γίνεται γνωστό ότι δεν πλήρωναν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχούσε στα ακίνητα τα οποία κατείχαν.

Η υπόθεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν ληφθεί υπόψιν ότι η μη καταβολή του αναλογούντος φόρου για την κατοχή ακίνητης περιουσίας αφορούσε την ιδιοκτησία επί του εμβληματικού νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, το οποίο βρίσκεται στα νότια της Εύβοιας και απασχολεί συχνά πυκνά την επικαιρότητα εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στη συγκεκριμένη εφοπλιστική οικογένεια (Καρνέση) και άλλη (την οικογένεια Εμπειρίκου) με σημαντικά μεγαλύτερη παράδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Από την εποχή κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά και αναμφίβολα συνέβαλε αποφασιστικά αρχικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού Έθνους και εν συνεχεία στην οικονομική ανάπτυξη του νεοσύστατου νεοελληνικού Κράτους.

Στην πορεία των χρόνων, ωστόσο, οι μετέπειτα Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία η οποία διακατείχε και χαρακτήριζε τους πλοιοκτήτες της περιόδου της Παλιγγενεσίας. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατέχει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη της παγκόσμιας ναυτιλίας, τα άμεσα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι από ανύπαρκτα έως πενιχρά.

Με δικαιολογία ή και πρόσχημα ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβάσουν στα πλοία τους την οποιαδήποτε «σημαία ευκαιρίας», οι Έλληνες εφοπλιστές αρνούνται να πληρώσουν στο ελληνικό Κράτος τη φορολογία η οποία αναλογεί στις συχνά αδιανόητες προσόδους που εξασφαλίζουν. Όποια κυβέρνηση των τελευταίων ετών διανοήθηκε να επιχειρήσει τη στοιχειώδη φορολόγησή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή ότι θα δει την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και τις εταιρίες που έχουν έδρα την Ελλάδα να «μεταναστεύουν» στο Σίτυ του Λονδίνου ή αλλού που είχαν θεωρητικά τουλάχιστον εξασφαλισμένα περισσότερα προνόμια φοροαπαλλαγών.

Όλες οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου ήρθαν αντιμέτωπες με την πίεση των εταίρων και δανειστών της χώρας να προχωρήσουν στη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν κινήθηκε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ούτε οι κατά τα άλλα άτεγκτοι «θεσμοί» φάνηκε να επιμένουν μέχρι τέλους όπως, π.χ., έκαναν με τις περικοπές των εισοδημάτων των άμοιρων μισθωτών ή και άλλων επαγγελματιών.

Από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά και μετέπειτα της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, όλοι βολεύτηκαν με την κατ΄ αποκοπήν φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών όχι με βάση τα εισοδήματα ενός εκάστου, αλλά με ένα εφάπαξ ποσό το οποίο οριζοντίως και επί της ουσίας απολύτως εθελοντικά καλούνταν κάθε φορά να καταβάλουν. Με έναν τρόπο που θύμιζε επαιτεία του τύπου «ό,τι προαιρείσθε».

Μοιραία, λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, οι εφοπλιστικές εταιρίες συνήθισαν να μην πληρώνουν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που κατέχουν, κάτι που αν το κάναμε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες που έχουμε στην κατοχή μας ένα διαμερισματάκι στα Πατήσια ή μια παλαιά οικία που κληρονομήσαμε στο τελευταίο… κουτσοχώρι της ελληνικής επικράτειας θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεων.

Γιατί άραγε;

Για τους Έλληνες εφοπλιστές είναι… εθελοντική ακόμη και η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ;

Στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός που συνήλθε τον περασμένο μήνα, προκάλεσε τεράστια αίσθηση το γεγονός ότι 260 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, υπέγραψαν κοινό κείμενο με το οποίο διαπίστωναν τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και διατύπωναν το αίτημα για επιβολή περισσότερων φόρων στους έχοντες και κατέχοντες.

Πριν καταλήξουν στο εντυπωσιακό «φορολογήστε μας!», υπογράμμιζαν ότι το αίτημά τους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», αλλά στην ουσία σηματοδοτεί την «επιστροφή στην κανονικότητα». Κι αυτό, διότι, όπως επεσήμαιναν, με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον».

Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα όσων υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτουν τεράστιες περιουσίες για τις οποίες δεν έχουν «εργαστεί» οι ίδιοι. Επρόκειτο κυρίως για κληρονόμους, που για τον πλούτο τον οποίο κατέχουν εργάστηκαν οι γονείς ή και οι παππούδες τους.

Χωρίς να μειώνεται η σημασία της έκκλησης των πλουσίων δεύτερης και τρίτης γενιάς για να φορολογηθούν από τα κράτη στα οποία ανήκει αυτή η αρμοδιότητα, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γενιά των κάθε είδους «αυτοδημιούργητων» επιχειρηματιών διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη… ταύτιση με τον πλούτο που απέκτησαν. Τρανή απόδειξη αποτελούν τα όσα έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το αποτρόπαιο φονικό που έλαβε χώρα την περασμένη Δευτέρα στους κόλπους της εφοπλιστικής οικογένειας που έχει την έδρα της στη Γλυφάδα.

Μία από τις άκρως εντυπωσιακές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως ήταν το χειρόγραφο κείμενο ενός εκ των ιδρυτών της εταιρείας, στο οποίο, προ τριακονταετίας, γινόταν λόγος για «πληθώρα χρημάτων, που πράγματι δεν ξέρουμε πού να τα ξοδέψουμε»(!). 

Ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου με έναν μάλλον προφητικό τρόπο για τα μελλούμενα προειδοποιούσε: «Όλοι μας ας αναλογισθούμε ότι το επόμενο στάδιο μετά από εδώ θέλει μεγάλη προσοχή, σύνεση και αυτοκριτική, διότι είναι ακριβώς το στάδιο που επειδή τα έχουμε όλα και τόσο πλούσια, ούτε ο Θεός, ούτε η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε παράπονο, διότι, αν μετά από όλα αυτά έχουμε παράπονο, είναι τόσο άδικο που μπορεί να μας οδηγήσει σε ζημία της εταιρείας ή και, το χειρότερο, της υγείας μας».

Κι όμως, τρεις δεκαετίες μετά αφότου η συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία και οι άνθρωποί της, που δεν ήξεραν πώς να ξοδέψουν τα χρήματα τα οποία τόσο αναπάντεχα είχαν συσσωρεύσει, γίνεται γνωστό ότι δεν πλήρωναν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχούσε στα ακίνητα τα οποία κατείχαν.

Η υπόθεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν ληφθεί υπόψιν ότι η μη καταβολή του αναλογούντος φόρου για την κατοχή ακίνητης περιουσίας αφορούσε την ιδιοκτησία επί του εμβληματικού νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, το οποίο βρίσκεται στα νότια της Εύβοιας και απασχολεί συχνά πυκνά την επικαιρότητα εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στη συγκεκριμένη εφοπλιστική οικογένεια (Καρνέση) και άλλη (την οικογένεια Εμπειρίκου) με σημαντικά μεγαλύτερη παράδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Από την εποχή κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά και αναμφίβολα συνέβαλε αποφασιστικά αρχικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού Έθνους και εν συνεχεία στην οικονομική ανάπτυξη του νεοσύστατου νεοελληνικού Κράτους.

Στην πορεία των χρόνων, ωστόσο, οι μετέπειτα Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία η οποία διακατείχε και χαρακτήριζε τους πλοιοκτήτες της περιόδου της Παλιγγενεσίας. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατέχει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη της παγκόσμιας ναυτιλίας, τα άμεσα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι από ανύπαρκτα έως πενιχρά.

Με δικαιολογία ή και πρόσχημα ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβάσουν στα πλοία τους την οποιαδήποτε «σημαία ευκαιρίας», οι Έλληνες εφοπλιστές αρνούνται να πληρώσουν στο ελληνικό Κράτος τη φορολογία η οποία αναλογεί στις συχνά αδιανόητες προσόδους που εξασφαλίζουν. 

Όποια κυβέρνηση των τελευταίων ετών διανοήθηκε να επιχειρήσει τη στοιχειώδη φορολόγησή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή ότι θα δει την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και τις εταιρίες που έχουν έδρα την Ελλάδα να «μεταναστεύουν» στο Σίτυ του Λονδίνου ή αλλού που είχαν θεωρητικά τουλάχιστον εξασφαλισμένα περισσότερα προνόμια φοροαπαλλαγών.

Όλες οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου ήρθαν αντιμέτωπες με την πίεση των εταίρων και δανειστών της χώρας να προχωρήσουν στη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν κινήθηκε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ούτε οι κατά τα άλλα άτεγκτοι «θεσμοί» φάνηκε να επιμένουν μέχρι τέλους όπως, π.χ., έκαναν με τις περικοπές των εισοδημάτων των άμοιρων μισθωτών ή και άλλων επαγγελματιών.

Από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά και μετέπειτα της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, όλοι βολεύτηκαν με την κατ΄ αποκοπήν φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών όχι με βάση τα εισοδήματα ενός εκάστου, αλλά με ένα εφάπαξ ποσό το οποίο οριζοντίως και επί της ουσίας απολύτως εθελοντικά καλούνταν κάθε φορά να καταβάλουν. Με έναν τρόπο που θύμιζε επαιτεία του τύπου «ό,τι προαιρείσθε».

Μοιραία, λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, οι εφοπλιστικές εταιρίες συνήθισαν να μην πληρώνουν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που κατέχουν, κάτι που αν το κάναμε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες που έχουμε στην κατοχή μας ένα διαμερισματάκι στα Πατήσια ή μια παλαιά οικία που κληρονομήσαμε στο τελευταίο… κουτσοχώρι της ελληνικής επικράτειας θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεων.

Γιατί άραγε;

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Τρικυμία στο… (μισο)άδειο ποτήρι της Κεντροαριστεράς

    Τρεις νέοι -και εν πολλοίς φερέλπιδες- πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ο Μανόλης Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ, η Έφη Αχτσιόγλου από τη Νέα Αριστερά και ο Διονύσης Τεμπονέρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, απεδέχθησαν την πρόσκληση μιας εφημερίδας για να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

         Από μια πρώτη άποψη, δεν φαίνεται να υπήρξε τίποτε το επιλήψιμο στην οργάνωση μιας τέτοιας εκδήλωσης. Από που κι ως όπου, άλλωστε, είναι πρόβλημα τρεις νέοι πολιτικοί να μη μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να προβληματίζονται για το μέλλον που επιφυλάσσουν στην ελληνική κοινωνία οι τρέχουσες καταστάσεις; Θα ήταν ευχής έργον αν οι Έλληνες πολιτικοί κατάφερναν να ανταλλάσσουν απόψεις χωρίς υστεροβουλίες και υπολογισμούς.    

         Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο τίτλος τον οποίο επέλεξαν να βάλουν οι οργανωτές της εκδήλωσης ήταν τουλάχιστον αφελής, αν όχι πολιτικά προβοκατόρικος. «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;», είναι το βαρύγδουπο ερώτημα στο οποίο υποτίθεται ότι θα κληθούν να απαντήσουν ένας συμπαθής πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, μια παρ΄ όλίγον ηγέτις του ΣΥΡΙΖΑ και ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μέχρι στιγμής δεν έχει γνωρίσει την επικύρωση της λαϊκής νομιμοποίησης.

         Δεν ξέρω ποιος το σκέφθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απολύτως υπονομευτικό για το όλο εγχείρημα της υποτιθέμενης αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής προσωπικότητας που θα διαδεχθεί τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος, όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αποκλείεται να είναι… αιώνιος στο αξίωμα.

         Το πότε, όμως, αλλά κυρίως το από ποιον, θα γίνει, αργά ή γρήγορα, η διαδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο αποκλείεται να απαντηθεί σε μια ημερίδα που μάλλον πρόχειρα και σίγουρα αυτάρεσκα κάποιοι οργάνωσαν, θεωρώντας ότι μπορεί να καθορίσουν τα πολιτικά μελλούμενα με μόνο κριτήριο τη δική τους βουλησιαρχία ή ίσως και προπέτεια.

         Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς, το οποίον με τον έναν ή τον άλλο φιλοδοξούν να εκπροσωπούν οι τρεις συγκεκριμένοι πολιτικοί, υπερβαίνει κατά πολύ τις δικές τους -θεμιτές ή αθέμιτες- φιλοδοξίες. Διότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Κεντροαριστερά είναι ο κατακερματισμός, ο οποίος σχετίζεται απολύτως με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα με έντονη ιδεολογική χροιά. 

Πώς αποτιμούν, για παράδειγμα, την υπερτετραετή διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Και, επίσης πώς εκτιμούν τον ρόλο που διαδραμάτισε στα πολιτικά πράγματα της τελευταίας 15ετίας ο Αλέξης Τσίπρας; Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι τον τελευταίο έσπευσε να συναντήσει τις προηγούμενες μέρες ο κ. Τεμπονέρας, θέλοντας ενδεχομένως να δείξει ότι οι πρωτοβουλίες του έχουν -αν μη τι άλλο!- την επίνευση του τέως αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, ποτέ δεν παραιτήθηκε, παρά μόνο, κατά την επίσημη δήλωσή του, «παραμέρισε».

Όπως και να έχει, και σε πείσμα με τις δεύτερες σκέψεις που κάνουν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην περί ής ο λόγος εκδήλωση, η διάσταση που της δόθηκε είναι δυσανάλογη τόσο του πολιτικού διαμετρήματος των τριών στελεχών που θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι για να βρουν τον αντικαταστάτη του Μητσοτάκη όσο και των παραμέτρων που συνθέτουν το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό.

Από την άλλη, δυσανάλογα μεγάλος μοιάζει να είναι και ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από την συγκεκριμένη εκδήλωση. Και αυτό διότι η ετερόκλητη τριάδα, όπως και όλοι όσοι έχουν αντίστοιχες ανησυχίες, προτού αναζητήσουν τον επόμενο πρωθυπουργό, χρειάζεται να διαμορφώσουν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης η οποία να αμφισβητεί βάσιμα την διαχειριστική επάρκεια του κ. Μητσοτάκη και των πολιτικών προσώπων που τον πλαισιώνουν στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, καμμιά ημερίδα δεν θα καταφέρει να συγκολλήσει τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούν στην Κεντροαριστερά. Με αποτέλεσμα η αναταραχή που κάποιοι διαβλέπουν να προκαλείται από πρωτοβουλίες αυτού του είδους να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από… τρικυμία σε ένα (μισο)άδειο ποτήρι, όπως μοιάζει ο χώρος της Κεντροαριστεράς στις μέρες μας.

Δεν μπορεί, άλλωστε, να περάσει απαρατήρητο ότι, με βάση την τελευταία δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Alco για τον Alpha) το άθροισμα των δημοσκοπικών ποσοστών  τα οποία συγκεντρώνουν στην πρόθεση ψήφου το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά (24,5%) υπολείπονται της επίδοσης την οποία επιτυγχάνει η κυβερνητική παράταξη (28,2%). 

Αν και είναι αρκετοί εκείνοι που δεν βρίσκουν ευθείες αναλογίες, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου ο Χάρης Δούκας κατάφερε να ανατρέψει πολύ μεγαλύτερη διαφορά που χώριζε όχι μόνον τον ίδιο αλλά και τους συμμάχους που εξασφάλισε στη μάχη του δεύτερου γύρου από τον βασικό του αντίπαλο Κώστα Μπακογιάννη. 

Η ουσιαστική διαφορά, όμως, ήταν ότι ο Δούκας έδειξε εξαρχής να πιστεύει στην νίκη και, εκπονώντας ένα πρόγραμμα που διέφερε από τα τετριμμένα και μεγαλεπήβολα, κάλυψε τη δεύτερη Κυριακή μια δυσθεώρητη διαφορά που τον χώριζε στον πρώτο γύρο από τον αντίπαλό του, ο οποίος, επειδή πίστευε ότι ήταν… «άχαστος», επέλεξε να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο στο περίφημο ντιμπέιτ που θα μνημονεύεται για χρόνια ως «case study» πολιτικής ανατροπής.  

Συμπέρασμα; Για να γεμίσει το ποτήρι της Κεντροαριστεράς, ώστε να καταστεί πλειοψηφική δύναμη, απαιτείται να συντρέξουν δύο απαράβατες προϋποθέσεις: ρηξικέλευθο πρόγραμμα και ηγέτης που να πείθει ότι μπορεί να το εφαρμόσει. Όλα τα άλλα είναι για να έχουν ύλη οι εφημερίδες και τα σάιτ και για να καταναλώνουν χρόνο τα τηλεοπτικά πρωινάδικα όταν δεν κατακλύζονται από το lifestyle του νεόκοπου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Όταν ταΐζει τους πεινώντες και τους ανέστιους ένας εθισμένος στον τζόγο, τότε κάτι πάει πολύ λάθος

            Ένα από τα βασικά κριτήρια από τα οποία χαρακτηρίζεται μια σύγχρονη κοινωνία είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται η αλληλεγγύη της προς τα πλέον αδύναμα μέλη της. Η αρωγή και η συμπαράσταση, που βρίσκουν οι ασθενείς, οι ανήμποροι, οι ανέστιοι και εν γένει όλοι όσοι για πολλούς και διάφορους λόγους δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να έχουν μια ανεκτή ζωή, υπήρξαν ανέκαθεν οι απόλυτοι δείκτες με τους οποίους μετρούνται ουσιαστικά ο σεβασμός στη διαφορετικότητα και η συμπεριληπτικότητα που επιδεικνύει κάθε κοινωνικό σύνολο.

            Παραδοσιακά, τα πρωταρχικά κύτταρα αλληλεγγύης ήταν η οικογένεια και οι κοινότητες που συγκροτούσε το ανθρώπινο είδος για να αντιμετωπίσει συλλογικά τους κινδύνους που ελλόχευαν από τις δυσκολίες που επεφύλασσε η ζωή. Στην πορεία του χρόνου, όμως, και, πολύ περισσότερο στις μέρες μας, οι οικογενειακοί και οι κοινοτικοί θεσμοί οργάνωσης αποδεικνύονται ολοένα και πιο ανεπαρκείς να εκπληρώσουν αποτελεσματικά τον ρόλο της αλληλεγγύης. Οι παραδοσιακοί δεσμοί χαλάρωσαν, οι μοναχικοί άνθρωποι αυξήθηκαν και οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος τους Κράτους στην προάσπιση του δικαιώματος κάθε προσώπου να αναπτύσσει την προσωπικότητά του χωρίς οικονομικούς και άλλους περιορισμούς κατέστη κυρίαρχος. Δεν είναι τυχαίο ότι το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα κάνει ειδική μνεία σε αυτή την υποχρέωση, αναφέροντας στο άρθρο 25, ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους» και «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους». 

«Tο Kράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης», καταλήγει το ίδιο άρθρο του καταστατικού χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Με τον τρόπο αυτό το ελληνικό Κράτος αποποιείται ένα μέρος της ευθύνης του, μεταφέροντάς την στους πολίτες. Η συγκεκριμένη συνταγματική ρύθμιση, όμως, είναι τόσο… ευρύχωρη που αφήνει περιθώρια για κάθε είδους ερμηνείες, ενδεχομένως και αρρυθμίες. Κακά τα ψέματα, η λεγόμενη φιλανθρωπία, εντός ή εκτός εισαγωγικών, έγινε πολλές φορές αφορμή για την επίδειξη πλουτισμού ή -γιατί όχι;- και για τον πλουτισμό ανθρώπων που επιδόθηκαν σε αυτήν.

Προϊόντος του χρόνου, ο εθελοντισμός και η κοινωφελής προσφορά πήραν τη μορφή των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, των  γνωστών και αμφιλεγόμενων Μ.Κ.Ο., που σε θεωρητικό επίπεδο ήταν Οργανώσεις Κοινωνίας Πολιτών, Ο.ΚΟΙ.Π., όπως χαρακτηρίστηκαν σε μια πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης. Αν και από την εγχώρια αλλά και τη διεθνή νομοθεσία ορίζεται ότι για την αναγνώριση οργανώσεων αυτού του είδους απαιτείται να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, στην πράξη, ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν εφαρμόστηκε.

Η υπόθεση που έφερε πρόσφατα στο φως το «Πρώτο Θέμα» με τη λεγόμενη «Κοινωνική Κουζίνα» η οποία έγινε διάσημη με την επωνυμία «Ο άλλος άνθρωπος», είναι άκρως αποκαλυπτική. Ο ιδρυτής της, ένας συνάνθρωπος μας με προφανή εθισμό στον τζόγο, που αποτελεί αναγνωρισμένη ψυχική νόσο, ανέλαβε αυτοβούλως την πρωτοβουλία να διανέμει φαγητό σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν ανάγκη, την οποία καμία άλλη δομή -του Κράτους ή της κοινωνίας των πολιτών- δεν κάλυπτε. 

Το εκ πρώτης άποψης «θεάρεστο» έργο του Κωνσταντίνου Πολυχρονόπουλου βρήκε τεράστια ανταπόκριση, καθώς εκατοντάδες -ή ίσως και χιλιάδες- άνθρωποι ανταποκρίθηκαν στις καμπάνιες τις οποίες έκανε μέσω του Διαδικτύου για τη συλλογή χρημάτων και ειδών για την παρασκευή γευμάτων ή για να εργαστούν δίπλα του ως εθελοντές. Τα συσσίτια που διοργάνωνε ο ιθύνων νους της «Κοινωνικής Κουζίνας» έγιναν δημοφιλή στα μέσα ενημέρωσης και τα πλαισίωσαν πολιτικοί και άλλοι παράγοντες της δημόσιας ζωής.

Δημοσιογράφος που είχε συμβάλει με πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα στην προβολή της «Κοινωνικής Κουζίνας, εκμυστηρευόταν αυτές τις μέρες στον γράφοντα ότι δεν «έπεσε από τα σύννεφα» με τις πρόσφατες αποκαλύψεις. «Κάτι δεν μου πήγαινε καλά με αυτόν τον άνθρωπο, αλλά ήταν τέτοια η υποστήριξη την οποία τύγχανε που δεν μπορούσα να αμφισβητήσω το… φωτοστέφανο που του είχε απονεμηθεί από τους επώνυμους που ήταν γύρω του αλλά και από εκείνους τους ανέστιους και πραγματικά πεινώντες που σε δύσκολες στιγμές εύρισκαν ένα πιάτο φαγητό το οποίο ουδείς άλλος τους εξασφάλιζε», ήταν η περιγραφή που μου έδωσε για την εμπειρία που απεκόμισε.

Δυστυχώς το Κράτος, όχι μόνον με την περίπτωση της «Κοινωνικής Κουζίνας», αλλά και με την «Κιβωτό του Κόσμου» του πατρός Αντωνίου Παπανικολάου ή με το «Χαμόγελο του Παιδιού» του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου, και άλλες αντίστοιχες οργανώσεις, βολεύεται με το «outsourcing» των υποχρεώσεων του να φροντίζει τους πολίτες που βρίσκονται σε ανάγκη. Με αποτέλεσμα κανείς λειτουργός του να μην αναρωτιέται το στοιχειώδες που είναι αν τηρούνται οι νόμοι και οι κανόνες της ελληνικής Πολιτείας οι οποίοι ορίζουν όλα όσα αφορούν τη συγκέντρωση χρημάτων μέσω εράνων ή τους ισχύοντες όρους της φορολογικής, εργατικής και λοιπής νομοθεσίας.

Ο ιδρυτής της «Κοινωνικής Κουζίνας» επιχειρηματολογεί υποστηρίζοντας ότι δεν είχε τίποτε απολύτως στο όνομά του, ούτε ακίνητο, ούτε τραπεζικό λογαριασμό ούτε όχημα, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί το «άλλοθι» του. Δεν διανοείται, επειδή, προτού να πιαστεί στην τσιμπίδα της Αρχής για το Ξέπλυμα Χρήματος, κανείς δεν του το κατέστησε σαφές, ότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ότι, δηλαδή, δρούσε για πάνω από μια δεκαετία χωρίς να τηρεί τους κανόνες που επιβάλλεται να ισχύουν για έναν οργανισμό που έχει, κατά τους ισχυρισμούς του, μοιράσει εκατομμύρια μερίδες φαγητού.

Ο εθισμός στα τυχερά παιχνίδια τον οποίο φαίνεται να είχε ο συγκεκριμένος άνθρωπος, σύμφωνα με όσα έρχονται στη δημοσιότητα, είναι το έλασσον στην υπόθεση που με τόσο αλγεινή εντύπωση έγινε δεκτή από την κοινή γνώμη. Το μείζον ζήτημα, εν προκειμένω, είναι ότι ο ιθύνων νους όλου αυτού του εγχειρήματος, διαχειριζόταν απολύτως ανεξέλεγκτα χρηματικά ποσά που πολλοί συνάνθρωποί μας του εμπιστευόταν καλή τη πίστει επειδή θεωρούσαν ότι κατευθυνόταν στην ανακούφιση αναξιοπαθούντων συνανθρώπων τους. 

Με λίγα λόγια, ο πραγματικός μεγάλος ασθενής που αναδεικνύεται από τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά και από ανάλογες που απασχόλησαν την επικαιρότητα στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν, είναι το ελληνικό Κράτος. Το οποίο αποδεικνύεται περίτρανα ότι αδυνατεί να ασκήσει τον ρόλο του, όχι μόνον ως θεσμός κοινωνικής προστασίας των αδυνάτων αλλά και ως κατεστημένος μηχανισμός ο οποίος, κατά γενική ομολογία, έχει την αποκλειστική ευθύνη για τον έλεγχο της νομιμότητας και του ποιος κάνει τι σε αυτή τη χώρα.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Τα μέσα ενημέρωσης είναι αδηφάγα, κυρίως με όσους τα τροφοδοτούν


Τον Μάρτιο του 2012 είχαμε χαλάσει τις καρδιές μας με ορισμένους γνωστούς μου, οι οποίοι, γοητευμένοι από τον αντιμνημονιακό οίστρο της εποχής, επέχαιραν με τις έντονες διαμαρτυρίες που λάμβαναν χώρα σε συναυλίες του Γιώργου Νταλάρα σε διάφορες γειτονιές της πρωτεύουσας.

Ο λόγος της διαφωνίας μας ήταν ότι οι γνωστοί μου δεν εύρισκαν προβληματικό το γεγονός ότι ομάδες δήθεν «αγανακτισμένων πολιτών» επέδραμαν και διέλυαν τις συναυλίες του γνωστού τραγουδιστή με αποδοκιμασίες, εκτοξεύοντας εναντίον του ίδιου και των μουσικών που τον συνόδευαν στη σκηνή κάδους με σκουπίδια ή νεράντζια και κραδαίνοντας πανό  που έγραφαν το σύνθημα: «Έξω οι Νταλάρες από τις γειτονιές»!

Ο ίδιος ο -κατά λοιπά λαλίστατος- αοιδός έμεινε τότε άφωνος αποφεύγοντας να κάνει αυτό που έκανε τούτες τις μέρες όταν τα έβαλε με τους «μαρκουτσοφόρους» των μεσημεριανών τηλεοπτικών εκπομπών που -διόλου αδικαιολόγητα- τον πολιορκούσαν για να του ζητήσουν… διευκρινίσεις για όσα απαξιωτικά σχόλια είχε εξαπολύει νωρίτερα κατά συναδέλφων του καλλιτεχνών. Τους οποίους ομότεχνους του θεώρησε σωστό να στοχοποιήσει είτε επειδή, κατά την άποψή του, δεν είναι όσο καλλίφωνοι θεωρεί ότι είναι ο ίδιος, είτε διότι υπέπεσαν στο… αμάρτημα να κάνουν διαφημίσεις προϊόντων που δεν ετύγχαναν της αρεσκείας του κ. Νταλάρα.

Προφανώς και δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν όλοι όσοι επικροτούσαν τότε τις αθλιότητες κατά του τραγουδιστή είναι πάνω κάτω οι ίδιοι που επαινούν τώρα τις προσβλητικές επιθέσεις του κατά των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης προς τους οποίους απηύθυνε το δήθεν καταλυτικό ερώτημα αν είναι περήφανοι οι γονείς και οι συγγενείς τους με τη συμπεριφορά τους. Ο ίδιος, άραγε, αναρωτήθηκε αν οι  δικοί του συγγενείς ήταν πάντα σύμφωνοι με τη δική του συμπεριφορά; Ή προβληματίστηκε ίσως με το πως εξέλαβαν οι πολίτες τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχθηκε την αντίδρασή του ο «αψύς» Παύλος Πολάκης και οι κάθε λογής «πολακιστές»;     

Όπως και να έχει, ο ρόλος των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης -ανεξάρτητα από τον τομέα που υπηρετούν- δεν είναι άλλος από το να κάνουν τις πλέον άβολες ερωτήσεις χωρίς να επηρεάζονται από το ενδεχόμενο να φέρουν σε δύσκολη θέση όλους εκείνους προς τους οποίους απευθύνονται. Έτσι ακριβώς συνέβη τις προηγούμενες ημέρες -και μπράβο στα νέα παιδιά που έκαναν κάτι που οι πρεσβύτεροι δύσκολα κάνουμε…- όταν ο Νταλάρας εκλήθη να δώσει εξηγήσεις για όσα είχε δηλώσει νωρίτερα και αφορούσαν κυρίως ομότεχνους του.

Εφόσον ο διάσημος τραγουδιστής δεν επιθυμούσε να απαντήσει στα… ανεπιθύμητα ερωτήματα που δέχθηκε, ήταν πολύ απλό αυτό που μπορούσε να κάνει: θα απαντούσε με το στερεότυπο «κανένα σχόλιο» και θα προσπερνούσε τα «μαρκούτσια» τα οποία είχαν απλωθεί μπροστά του. Οι νεαροί «μαρκουτσοφόροι» δεν διέθεταν την παραμικρή εξουσία για να τον υποχρεώσουν να απαντήσει στα ερωτήματά τους.

Κακά τα ψέματα, για όποιον δεν καθοδηγείται από τις ιδεοληπτικές εμμονές του, η αυταπόδεικτη αλήθεια είναι ότι -σχεδόν χωρίς εξαίρεση- οι κάθε είδους διάσημοι αρέσκονται στην αναπαραγωγική και δοξαστική διάσταση των μέσων ενημέρωσης και εξεγείρονται κάθε φορά που εκδηλώνεται η κριτική και αποδομητική εκδοχή του ρόλου τον οποίο καλούνται να διαδραματίσουν.

Είτε αφορά πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής ζωής, είτε όσους έχουν ή διεκδικούν κεντρικούς ρόλους σε άλλους τομείς της δημόσιας σφαίρας, ο σχεδόν απαράβατος κανόνας είναι ότι οι πάντες αισθάνονται ικανοποίηση μόνον όταν οι φορείς της ενημέρωσης λειτουργούν ως προπαγανδιστικοί μηχανισμοί προβολής τους. Αν, αντιθέτως, τολμήσουν να κινηθούν διαφορετικά, θέτοντας διευκρινιστικά ερωτήματα, γίνονται αυτομάτως κατακριτέοι, πρωτίστως από όλους εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της κριτικής τους.

Είναι προφανές ότι το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην καλλιτεχνική ζωή, που εκπροσωπεί ο Γιώργος Νταλάρας. Επεκτείνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους τομείς που αποτελούν πεδίο άντλησης ειδησεογραφικής ύλης. Αρέσει ή όχι στους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, η βασική δουλειά των μέσων ενημέρωσης στην πολιτική, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και λοιπή δημόσια ζωή είναι να θέτουν ερωτήματα και να ζητούν απαντήσεις.

Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι οι  «μεσημεριανές» τηλεοπτικές εκπομπές αποτελούν το πρότυπο της δημοσιογραφίας. Ας μου επιτραπεί, μάλιστα, να εξομολογηθώ ότι, αν και προσωπικά δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ μια ολοκληρωμένη τέτοια εκπομπή και ό,τι ξέρω για αυτές αποτελεί προϊόν δευτερογενούς ενημέρωσης, αυτό δεν με οδηγεί σε συμφωνία με τις απόψεις όσων σπεύδουν να τις καταδικάσουν μόνον όταν δεν βολεύονται από τη θεματολογία τους.

Η αλήθεια είναι ότι οι συγκεκριμένες εκπομπές είναι αδηφάγες. Όπως, άλλωστε, είναι εν γένει τα μέσα ενημέρωσης, αναλόγως με τον τομέα στον οποίο εξειδικεύονται και στο κοινό στο οποίο απευθύνονται. Η ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια είναι ότι πολύ συχνά η «πρώτη ύλη» τους προέρχεται από εκείνους που τα τροφοδοτούν για τους δικούς τους λόγους. Δείτε, για παράδειγμα, από όσους είναι στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας (είτε πρόκειται για πολιτικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες ή κάθε είδους celebritys), πόσοι είναι εκείνοι που από μόνοι τους έχουν παραχωρήσει το υλικό της αποδόμησής τους.

Η σύγκριση ανάμεσα στη σημερινή και στην προηγούμενη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι άκρως χαρακτηριστική. Ο Αλέξης Τσίπρας κράτησε την προσωπική και οικογενειακή του ζωή μακριά από τα φώτα των κουτσομπολίστικων εκπομπών και έτσι ουδείς ασχολήθηκε με τη σύζυγο, τα παιδιά ή τα σκυλιά του. Ο Στέφανος Κασσελάκης, που τον διαδέχθηκε, θεώρησε ότι είναι καλό για τον ίδιο να βρεθούν απέναντι τον μεγεθυντικό των ενημερωτικών μέσων ο σύζυγός του, ο σκύλος του και εν γένει οι επιλογές του που δεν αφορούσαν αυτές καθεαυτές τις πολιτικές του θέσεις.

Όπως ο Νταλάρας, έτσι και ο Κασσελάκης ανακάλυψε με σχετική καθυστέρηση ότι το παιχνίδι με τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι μονοδιάστατο και δεν παίζεται με τους κανόνες που θέλει να χαράξει όποιος διεκδικεί την αίγλη της προβολής τους. Χωρίς να αποτελεί απόδειξη ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ μαθαίνει όσο γρήγορα ισχυρίσθηκε ότι μπορεί να το κάνει, γεγονός είναι ότι από την απόλυτη υπερέκθεση, στην οποία κατέφυγε όταν εμφανίστηκε στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το τελευταίο διάστημα κινείται στον αντίποδα, επιλέγοντας την «εξαφάνιση» από το προσκήνιο που παρακολουθήσαμε τις προηγούμενες ημέρες με το «κρυφτούλι» των Σπετσών.

Για να μην αδικήσουμε, πάντως, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρέπει να επισημάνουμε ότι και οι νυν κυβερνώντες δεν απέχουν από την ίδια νοοτροπία. Απλώς δεν ήρθε ακόμη το πλήρωμα του χρόνου για να αισθανθούν και εκείνοι ότι τα μέσα ενημέρωσης δεν χειραγωγούνται. Και όσο και αν καταφέρει κάποιος να τα χειραγωγήσει, αυτό δεν ισχύει δια παντός. Διότι, έτσι θα χάσουν την «πρώτη ύλη» και άρα την επιρροή τους στην κοινή γνώμη.