Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Γυρίζει το παιχνίδι;

    Δεν είναι η πρώτη φορά που η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται στριμωγμένη «στα σκοινιά» κατά τη διάρκεια των πεντέμισι χρόνων που είναι στην εξουσία. Υπήρξαν και πολλές άλλες αφορμές εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκαν έντονα αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη με αποτέλεσμα οι δημοσκοπικές επιδόσεις της κυβερνητικής παράταξης να υποχωρούν. 
    Μικρότερη ή μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στους πολίτες, όπως και αμφιβολίες για την ικανότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να δίνει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα και τις χρόνιες παθογένειες της χώρας και να αντιμετωπίζει κρίσεις, προκλήθηκαν και με άλλες αιτίες. Το είδαμε, για παράδειγμα, μετά τις αποκαλύψεις τον Αύγουστο του 2021 για τις υποκλοπές, αλλά και έπειτα από μείζονες αστοχίες του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές, όπως το φιάσκο με τους εγκλωβισμούς οδηγών στα χιόνια της Αττικής Οδού, οι ετησίως επαναλαμβανόμενες  καταστροφικές πυρκαγιές στην Αττική που έφθασαν έως και το Χαλάνδρι, οι δίχως προηγούμενο βιβλικές καταστροφές στη Θεσσαλία, κ.λπ.
    Η κάμψη, ωστόσο, των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας στην πρόθεση ψήφου, αλλά και του Κυριάκου Μητσοτάκη στα ηγετικά χαρακτηριστικά του, αποδεικνυόταν ότι ήταν πρόσκαιρο φαινόμενο το οποίο έπειτα από μερικές εβδομάδες αντιστρεφόταν. Η πιο εντυπωσιακή αντιστροφή καταγράφηκε την άνοιξη του 2023 όταν, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, η δημοσκοπική κατρακύλα την οποία υπέστη το κυβερνών κόμμα ήταν, ειδικά το πρώτο διάστημα, πολύ ηχηρή. 
    Δύο εβδομάδες μετά την ανείπωτη τραγωδία που συγκλόνισε την κοινή γνώμη οι τάσεις των περισσότερων μετρήσεων έδειχναν ότι «η ΝΔ έχανε από 2 έως 5 μονάδες» στην πρόθεση ψήφου και «η διαφορά της με τον ΣΥΡΙΖΑ περιορίζονταν στις 3 με 4 μονάδες». Ως εκ τούτου, σοβαροί -κατά τεκμήριο- αναλυτές προεξοφλούσαν ότι «στις πρώτες εκλογές (σ.σ.: οι οποίες επέκειντο και θα διεξάγονταν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής που είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) το ποσοστό της ΝΔ θα είναι κάτω από 30% και ίσως να είναι κοντά στο 25%». 
    Με δεδομένο όμως, ότι ούτως ή άλλως δεν θα προέκυπτε βιώσιμο σχήμα διακυβέρνησης και θα χρειαζόταν μετά βεβαιότητας επαναληπτική εκλογή, οι ίδιοι αναλυτές απέκλειαν την πιθανότητα να καταφέρει το κυβερνών κόμμα να υπερβεί τον πήχη του 37% με 38% που θα του επέτρεπε να κατακτήσει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Ενώπιον αυτού του προφανούς κινδύνου, το Μέγαρο Μαξίμου μετέθεσε τις εκλογές, που το πιθανότερο ήταν ότι θα γίνονταν τον Απρίλιο. Ταυτόχρονα επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια να αλλάξει το έντονα δυσμενές κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία η οποία είχε υποστεί συγκλονισμό από τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που επέβαιναν στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν στα Τέμπη.
    Μέρος, δυστυχώς, αυτής της προσπάθειας για αλλαγή του κλίματος υπήρξε και η άρον άρον απομάκρυνση των συντριμμιών της σύγκρουσης από τον τόπο της τραγωδίας. Απομάκρυνση η οποία έγινε με τέτοια σπουδή που δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι δεν υπέκρυπτε ευρύτερες σκοπιμότητες.     Πολύ περισσότερο που η εισαγγελία της Λάρισας ζήτησε να ασκηθούν διώξεις και έστειλε στη Βουλή τη δικογραφία με βάση την οποία την περασμένη Τρίτη αποφασίστηκε να συγκροτηθεί Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης για να διερευνήσει τυχόν ποινικές ευθύνες του τότε υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Χρήστου Τριαντόπουλου.
    Παρά ταύτα, πάντως, στις κάλπες που εν τέλει στήθηκαν στις 23 Μαΐου 2023, η Νέα Δημοκρατία απέσπασε, πέραν πάσης δημοσκοπικής πρόβλεψης ή άλλης προσδοκίας, το εντυπωσιακό ποσοστό της τάξης του 40,79%. Το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο της επίδοσης του ΣΥΡΙΖΑ που περιορίστηκε στο 20,07%. Πέντε εβδομάδες αργότερα, στις 25 Ιουνίου 2023, οπότε έγιναν οι επαναληπτικές με το νέο εκλογικό σύστημα, οι πολίτες επιβεβαίωσαν τη βούλησή τους να κυβερνήσει αυτοδύναμα η ΝΔ. Της έδωσαν ποσοστό 40,56% και την ίδια ώρα έστελναν τον ΣΥΡΙΖΑ στο ταπεινωτικό 17,83% που τον έβγαλε μάλλον οριστικά εκτός του παιχνιδιού διεκδίκησης της εξουσίας. Όπως τουλάχιστον έδειξαν οι εξελίξεις που ακολούθησαν με την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στη θέση του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος, κατά δήλωσή του, «παραμέρισε». 
    Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ακριβώς αυτή η μεγάλη επιτυχία της κυβερνητικής παράταξης ήταν στην πραγματικότητα η απαρχή της πορείας της προς τη φθορά. Υποστηρίζουν ότι το 41% υπήρξε η μεγάλη φενάκη, η παγίδα στην οποία υπέπεσαν οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης, οι οποίοι πίστεψαν ότι ήταν άτρωτοι. Και από την στιγμή που ουδείς από τους αντιπάλους τους έδειχνε ικανός να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία, την οποία κατείχαν ήδη από το 2016 που έγινε αρχηγός της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, έδειξαν να πιστεύουν ότι το σκηνικό αυτό θα παρέμενε εσαεί αμετάβλητο.
    Η αλαζονική ερμηνεία ότι «δεν υπάρχει αντίπαλος που θα μας απειλήσει» κυριάρχησε στα μετεκλογικά έργα και ημέρες της κυβέρνησης η οποία βολεύονταν από τον κατακερματισμό των δυνάμεων ένθεν κακείθεν της ΝΔ. Ούτε η ανώμαλη προσγείωση που σηματοδότησε η υποχώρηση της ΝΔ στο 28,31% των ευρωεκλογών του περασμένου Ιουνίου εξελήφθη ως αφορμή αφύπνισης. 
    Τα προμηνύματα των μετρήσεων που έδειχναν ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο ότι επτά στους δέκα πολίτες είχαν πεποίθηση ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση δεν συγκίνησαν κανέναν από τους κυβερνώντες. Οι περισσότεροι αρκούνταν στις αυτάρεσκα προκλητικές πομφόλυγες του τύπου ότι «η Ελλάδα είναι ζάχαρη». Πομφόλυγες που ακούγονταν από υπουργικά χείλη και απευθύνονταν σε πολίτες για τους οποίους στην πλειοψηφία τους «δεν βγαίνει ο μήνας» με τις απολαβές που έχουν. Το μαρτυρά, άλλωστε, το πρόσφατο δημοσκοπικό εύρημα σύμφωνα με το οποίο το 52% των Ελλήνων πιστεύει ότι το 2019 ήταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Όπως επίσης και το αντίστοιχο ποσοστό που θεωρεί ότι υπό τις παρούσες συνθήκες είναι προτιμότερη η προσφυγή στις κάλπες.
    Τα συλλαλητήρια της 26ης Ιανουαρίου και της 28ης Φεβρουαρίου κατέδειξαν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση έχει χάσει την ικανότητα να διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων στο πολιτικό σκηνικό. Μόνον και μόνον το γεγονός ότι επί έξι συναπτές εβδομάδες η εγχώρια πολιτική επικαιρότητα μονοπωλείται από την υπόθεση των Τεμπών καταδεικνύει την αδυναμία των σημερινών κυβερνώντων να επηρεάσουν και να καθορίσουν το πολιτικό παιχνίδι όπως έκαναν πολύ πριν από το 2019 που ανέλαβαν τα ηνία της διακυβέρνησης.
    Υπό αυτή τη συνθήκη, το ερώτημα για το κατά πόσο μπορούν ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του να γυρίσουν το παιχνίδι αποτελεί ένα στοίχημα με πολύ υψηλή απόδοση στο οποίο μόνον ριψοκίνδυνοι παίκτες θα μπορούσαν να ποντάρουν. Υπάρχουν, άραγε, τέτοιοι; 


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Τα συλλαλητήρια δεν ρίχνουν κυβερνήσεις, τους προκαλούν, όμως, (ενίοτε ανήκεστο) βλάβη


Για πέμπτη συναπτή εβδομάδα ο πολιτικός χρόνος στη χώρα μας μοιάζει να έχει παγώσει αφού από την 26η Ιανουαρίου, οπότε οργανώθηκαν τα πρώτα μαζικά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έως και σήμερα που είναι προγραμματισμένος ένας χωρίς ιστορικό προηγούμενο πάνδημος ξεσηκωμός των Ελλήνων όπου γης, ο δημόσιος διάλογος περιστρέφεται σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα γύρω από την τραγωδία των Τεμπών.

Τα δύο χρόνια που συμπληρώθηκαν από την αποφράδα εκείνη 28η Φεβρουαρίου δεν στάθηκαν αρκετά για να απαλύνουν τον συλλογικό πόνο που προκάλεσε στο κοινωνικό σώμα η μοιραία εκείνη σιδηροδρομική σύγκρουση που έφερε στην επιφάνεια όλες τις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής Πολιτείας, ανέδειξε τα αιώνια κακώς κείμενα που ταλανίζουν την καθημερινότητά μας και, το σημαντικότερο, εξανέμισε την ούτως ή άλλως πενιχρή εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους.

Η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα, η Δικαιοσύνη και η δημόσια διοίκηση καταρρακώθηκαν στη συνείδηση της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας  η οποία δυσκολεύεται να αντιληφθεί όχι μόνον τη συγχορδία των εγκληματικών λαθών και παραλείψεων που προκάλεσαν την τραγωδία, αλλά κυρίως το γεγονός ότι όλο αυτό το διάστημα που παρήλθε έχουν γίνει ελάχιστα για να είναι ασφαλείς οι σιδηροδρομικές μεταφορές στη χώρα μας, όπως τόσο παραστατικά καταγράφεται στο πόρισμα του εθνικού οργανισμού για τη διερεύνηση των δυστυχημάτων (ΕΟΔΑΣΑΑΜ).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εκατομμύρια των ανθρώπων που βγαίνουν σήμερα στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν δεν το κάνουν μόνον επειδή αποδείχθηκε σαθρό το κυβερνητικό αφήγημα με το οποίο επιχειρήθηκε να περιοριστεί η σκανδαλώδης αυτή υπόθεση σε ένα απλό ανθρώπινο λάθος ενός αναμφισβήτητα ανεύθυνου σταθμάρχη που έθεσε σε πορεία σύγκρουσης τους δύο συρμούς. Κακά τα ψέματα, οι λόγοι που οδήγησαν τόσο πολύ κόσμο να κινητοποιηθεί είναι πολύ περισσότεροι και σχετίζονται με τη διάψευση των προσδοκιών που είχε η πλειονότητα των πολιτών ότι στη μεταμνημονιακή εποχή θα ζούσαν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους σε ένα ασφαλέστερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον.

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στην εξουσία το 2019 επειδή έπεισε τους ψηφοφόρους ότι άξιζαν μια καλύτερη διακυβέρνηση η οποία θα βελτίωνε σταθερά τις συνθήκες της καθημερινότητάς τους. Το περίφημο «επιτελικό κράτος», άλλωστε, που ήταν το πρώτο νομοσχέδιο που ψήφισε, εκεί κατέτεινε. Να κάνει αποτελεσματική τη λειτουργία της κυβερνητικής μηχανής και κατ΄ επέκταση του κρατικού μηχανισμού.

Η περιγραφή, η οποία γίνεται στο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων του ΕΟΔΑΣΑΑΜ για τις απίστευτες συνθήκες που επικράτησαν στον τόπο της τραγωδίας μετά τη μοιραία σύγκρουση των τρένων, είναι αποκαλυπτική. Και παρά τη φιλότιμη προσπάθεια που καταβάλλουν αρμόδιοι αξιωματούχοι, ισχυριζόμενοι ότι όλα έγιναν χωρίς κεντρική κυβερνητική καθοδήγηση, η συγκεκριμένη παραδοχή δεν απαλλάσσει από τις ευθύνες για το περιβόητο «μπάζωμα». Επιλήψιμες, εξάλλου, δεν είναι μόνον οι πράξεις, είναι και οι παραλείψεις.

Δεν είναι τυχαίο ότι λίγους μήνες μετά το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών και σε πείσμα του συγκλονισμού που είχε αισθανθεί όλος ο κόσμος από τον άδικο χαμό των 57 επιβαινόντων στις μοιραίες αμαξοστοιχίες που συγκρούστηκαν, οι πολίτες έδωσαν στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη αυξημένα ποσοστά. Η πλειονότητα της κοινής γνώμης είχε ακόμη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής μηχανής και, ως εκ τούτου, «αγόρασε» το αφήγημα ότι θα έπεφτε άπλετο φως στα αίτια της τραγωδίας και θα γινόταν ό,τι απαιτούνταν για να γίνουν ασφαλείς οι μετακινήσεις με τα τρένα.

Μετά τις εκλογές του 2023 οι όροι άρχισαν να αλλάζουν. Η κυβέρνηση επαναπαύτηκε στο αναπάντεχο 41% που έλαβε στις κάλπες και αισθάνθηκε άτρωτη εξαιτίας του μοναδικού στα χρονικά κατακερματισμού που επικράτησε στην ένθεν κακείθεν της ΝΔ αντιπολίτευσης. Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την επανάπαυση ότι δεν υπάρχει αξιόμαχος αντίπαλος και εκφράστηκε δια της αποχής στις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου, υπήρξε ένας κώδωνας κινδύνου, ο οποίος ήχησε μεν, πλην, όμως, δεν έφθασε στα αυτιά εκείνων που επιβαλλόταν να τον ακούσουν.

Κάπως, έτσι, φθάσαμε στην ψυχρολουσία της 26ης Ιανουαρίου που μπορεί να πανικόβαλε την κυβέρνηση, αλλά, την ίδια ώρα, αιφνιδίασε την αντιπολίτευση στο σύνολό της. Και μόνο το γεγονός ότι ενόψει των σημερινών συλλαλητηρίων σπεύδουν η μια μετά την άλλη οι πολιτικές δυνάμεις να λάβουν θέσεις, ενώ οι μαζικές συγκεντρώσεις του περασμένου μήνα εξελίχθηκαν σχεδόν ερήμην όλων τους, καταδεικνύει τη δυσκολία να εναρμονίσουν τα προτάγματά τους με τη βούληση της κοινωνίας.

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα άλλοι φοβούνται και άλλοι ελπίζουν ότι τα σημερινά συλλαλητήρια θα «ρίξουν την κυβέρνηση». Και οι μεν και οι δε παραβλέπουν ότι στις δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όπως αναμφίβολα είναι η ελληνική Δημοκρατία, οι κυβερνήσεις ανατρέπονται με έναν και μόνον τρόπο: όταν χάνουν τη δεδηλωμένη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.

Από την άλλη, ωστόσο, όταν εκατοντάδες χιλιάδες και ίσως εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη να διαμαρτυρηθούν για πράξεις και παραλείψεις των θεσμών της Πολιτείας, είναι προφανές ότι αν δεν υπάρξουν άμεσες και ριζοσπαστικές διορθωτικές κινήσεις, η βλάβη την οποία θα υποστεί το κύρος και η υπόσταση της υφιστάμενης κυβερνητικής εξουσίας θα είναι ανήκεστος.

Τα παραδείγματα που το μαρτυρούν είναι αναρίθμητα, καθώς οι περισσότερες κυβερνήσεις επαναπαύονται στην «αγορά χρόνου» που βολεύει τα στελέχη τους, ακόμη όταν η κοινωνία είναι… αλλού.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Μια ιδέα «έξω από το κουτί»: Κι αν καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού;

    Η 26η Ιανουαρίου, η μέρα που εξελίχθηκαν τα μαζικά και ειρηνικά συλλαλητήρια για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, αιφνιδιάζοντας τόσο την κυβέρνηση όσο και την αντιπολίτευση, υπήρξε αναμφίβολα ένα απολύτως καθοριστικό σημείο καμπής για τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις.

    Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σχεδόν ένα ολόκληρο μήνα τα «Τέμπη» μονοπωλούν την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως αυτή αντιστοιχείται από τις συζητήσεις στη Βουλή, την ιεράρχηση της ειδησεογραφίας στα μέσα ενημέρωσης και τον κατακλυσμό των αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που είναι συχνά αυτά που στην εποχή μας δίνουν τον τόνο των κοινωνικών παλμών.

    Σε μια εποχή που στο διεθνές στερέωμα εκτυλίσσονται άνευ προηγουμένου ανακατατάξεις και ανατροπές σε γεωπολιτικό, κοινωνικοοικονομικό και ιδεολογικό επίπεδο, η ελληνική κοινωνία παρακολουθεί -βουβή και αποσβολωμένη- τους καθημερινούς τοξικούς καβγάδες που λαμβάνουν χώρα στην αίθουσα της Βουλής, στα τηλεοπτικά πλατό και στον άγριο κόσμο του Διαδικτύου.

    Ενόψει και των νέων συλλαλητηρίων που είναι προγραμματισμένα για την προσεχή Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου, ημέρα κατά την οποία συμπληρώνονται δύο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα, γινόμαστε μάρτυρες ενός ανελέητου blame game ανάμεσα σε όσους έχουν εδραία την πεποίθηση ότι εξαρχής στήθηκε ένα παιχνίδι συγκάλυψης των πραγματικών υπαιτίων της τραγωδίας και σε εκείνους που αντεπιτίθενται υποστηρίζοντας ότι επιχειρείται εργαλειοποίηση του πόνου των οικογενειών που έχασαν τους ανθρώπους τους αλλά και του συλλογικού τραύματος στο σώμα της κοινωνίας η οποία αισθάνεται άγχος και ανασφάλεια για τον τρόπο που λειτουργεί το ελληνικό κράτος.

    Για πολυποίκιλους λόγους, που θέλουν χρόνο για να αναλυθούν διεξοδικά, αλλά είναι βέβαιο ότι σχετίζονται αφενός με τους χειρισμούς της συγκεκριμένης τραγικής υπόθεσης και αφετέρου με τις νοοτροπίες με τις οποίες γαλουχείται δεκαετίες τώρα η ελληνική κοινωνία, στο δίλημμα «συγκάλυψη ή εργαλειοποίηση» η κοινή γνώμη υιοθετεί συντριπτικά το «αφήγημα» της συγκάλυψης.

    Σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, επτά έως οκτώ στους δέκα Έλληνες -και ανάμεσά τους φυσικά μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα ψηφοφόρων της κυβερνητικής παράταξης- ενστερνίζονται την άποψη ότι δεν γίνονται όλα όσα απαιτούνται για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Είναι μια εμπεδωμένη αντίληψη η οποία βρίσκει ισχυρό έρεισμα όχι μόνον στην εμπειρία που όλοι λίγο ως πολύ διαθέτουμε για τον τρόπο που απονέμεται η Δικαιοσύνη στη χώρα μας, αλλά και στα όσα διαμείβονται την τελευταία διετία γύρω από την τραγική υπόθεση των Τεμπών.

    Η πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία «βομβαρδίζεται» από έναν ένθεν κακείθεν καταιγισμό ουσιωδών ειδήσεων αλλά και ανούσιων πληροφοριών, δυσκολεύεται πολύ συχνά να ξεχωρίσει το σημαντικό από το ασήμαντο, τον λογικό συνειρμό από τα παρανοϊκά σενάρια, την αλήθεια από τα fake news. 

    Όσο, όμως, και αν προβληματίζονται για τις θεωρίες συνωμοσίας που ανθούν και τις οποίες ενισχύουν οι καθυστερημένες ανευρέσεις κρίσιμου βιντεοληπτικού υλικού, εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο αφορά τους πολίτες είναι το αποτέλεσμα το οποίο δεν μπορεί παρά να οδηγεί στην κάθαρση του δράματος. Με τη διαφορά, όμως, πως στην παρούσα φάση τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι το προσδοκώμενο αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό από εκείνο που υπήρξε σε άλλες πολύκροτες υποθέσεις που συγκλόνισαν τους Έλληνες.

    Υπό αυτή τη συνθήκη, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι για πρώτη φορά σε αυτή την έκταση τα επικοινωνιακά αναχώματα που ύψωσε τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες η κυβέρνηση αποδείχθηκαν ανίσχυρα για να ανακόψουν τις αρνητικές εντυπώσεις που ρίχνουν βαριά σκιά στο πολιτικό προσκήνιο. 

    Η μια μετά την άλλη οι γραμμές άμυνας καταρρέουν, ενώ η οξύτητα της αντιπαράθεσης με τις πολιτικές δυνάμεις που προβάλλουν ως πιθανά εναλλακτικά σχήματα για τη διακυβέρνηση της χώρας τροφοδοτεί τον λεγόμενο «αντισυστημισμό» που γιγαντώνεται πλησιάζοντας τις επιδόσεις που είχε την περίοδο της μνημονιακής επέλασης.

    Την ίδια ώρα, η αχρείαστη «αντιδικία» κυβερνητικών ιθυνόντων με τους συγγενείς των θυμάτων μπορεί να πέρασε σε φάση ύφεσης μετά τη δήλωση του πρωθυπουργού ότι «μπροστά στην κυρία Καρυστιανού σκύβω το κεφάλι και αυτό πρέπει να κάνουν όλοι», πλην, όμως, δεν έπαψε να επανέρχεται σε κάθε ευκαιρία. 

    Όσοι επώνυμα ή ανώνυμα πρωταγωνιστούν σε αυτές τις επιθέσεις αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα αυξάνουν, αντί να μειώνουν τον θυμό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία ταυτίζεται με τα πρόσωπα των πενθούντων γονέων. Κι αυτό επειδή, ανάμεσα στα άλλα, ξορκίζουν έτσι τον φόβο και την αγωνία ότι θα μπορούσαν κι εκείνοι να έχουν χάσει προσφιλή τους άτομα.

    Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι σε καιρούς ριζικού αναθεωρητισμού, όπως είναι αυτοί που ζούμε, οι συμβατικές λύσεις αποδεικνύονται συνήθως αναποτελεσματικές. Η ελληνική, αλλά και η παγκόσμια ιστορία, διδάσκουν ότι σε τέτοιες εποχές μόνον κινήσεις και πρωτοβουλίες που υλοποιούν ιδέες «έξω από το κουτί» μπορεί να ανατρέψουν την προδιαγεγραμμένη πορεία προς τη φθορά.

    Την τελευταία φορά που εξετάστηκαν τέτοιες εκδοχές ήταν την κρίσιμη μνημονιακή διετία 2010-2011 που, όπως θύμισε στον γράφοντα πολιτικός που έζησε εκείνα τα γεγονότα, ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου εξέτασε σοβαρά εισηγήσεις να απαντήσει στην αμφισβήτηση της πολιτικής του με προσφυγή στις κάλπες όταν ακόμη είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. 

    Την πρώτη φορά έκανε πίσω και δεν προκήρυξε εκλογές μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Και τη δεύτερη υπαναχώρησε στην «προσφορά» του προς τον Αντώνη Σαμαρά να μοιραστούν τις κυβερνητικές ευθύνες τον Ιούνιο του 2011 όταν οι πλατείες σε όλη τη χώρα είχαν καταληφθεί από τους «αγανακτισμένους».

    Το αποτέλεσμα ήταν να υποχρεωθεί ο κ. Παπανδρέου να εγκαταλείψει λίγους μήνες αργότερα την πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματός του επωμιζόμενος ο ίδιος βάρη που δεν του αναλογούσαν, όπως και οι πολίτες και η χώρα δυσμενείς επιπτώσεις που πιθανότατα θα αποφεύγονταν αν σε εκείνες τις οριακές στιγμές είχαν επιλεγεί λύσεις πέραν της πεπατημένης.

    Με δεδομένο τον πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού, στην προκειμένη περίπτωση η προσφυγή στις κάλπες δεν δείχνει να αποτελεί προοπτική διεξόδου από το αδιέξοδο που συνιστά η παγίδευση της πολιτικής ζωής στη μονοθεματική ενασχόληση με την τραγωδία των Τεμπών. 

    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η αντιπολίτευση διστάζει να θέσει με ένταση ζήτημα εκλογών. Ίσως διότι έχει επίγνωση ότι θα χρειαστεί να πάμε στα εκλογικά τμήματα περισσότερες φορές για να προκύψει -αν προκύψει…- κυβερνητική πλειοψηφία.

    Στην παρούσα φάση και εφόσον η κυβέρνηση εννοεί ότι δεν έχει όντως να φοβηθεί απολύτως τίποτε από τη διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος και θα κάνει τα πάντα για να διαλευκανθούν όλες οι πτυχές του, μια (τρελή;) ιδέα «έξω από το κουτί» θα ήταν να καλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου τη Μαρία Καρυστιανού και ορισμένους ακόμη συγγενείς των θυμάτων της τραγωδίας για να τους διαβεβαιώσουν ότι η κυβέρνηση -και κατ΄ επέκταση η ελληνική Πολιτεία- είναι και θα είναι δίπλα τους, με κάθε τίμημα.

    Στο εύλογο ερώτημα για το αν γίνονται αυτά, που είμαι βέβαιος ότι έρχεται στα χείλη όλων, η απάντηση είναι μία: Γιατί όχι;

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Η πολιτική δεν είναι παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς

 

Το πρωί της περασμένης Κυριακής «ανέβηκε», όπως σχεδόν κάθε Κυριακή,  στον λογαριασμό του πρωθυπουργού στο fakebook ο -κατά το Μέγαρο Μαξίμου- εβδομαδιαίος απολογισμός της κυβερνητικής δράσης.

«Καλημέρα! Άλλη μία εβδομάδα γεμάτη με πολλές κυβερνητικές δράσεις, αλλά και με σημαντικές επενδυτικές κινήσεις, ολοκληρώθηκε και είμαι εδώ για να τα μοιραστώ μαζί σας. Πρωτοβουλίες μεγάλες, αλλά και μικρές, που αλλάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και δίνουν μια νέα δυναμική στη χώρα μας», εμφανιζόταν να γράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον πρόλογο ενός μακροσκελέστατου κειμένου που αριθμούσε ούτε λίγο ούτε πολύ 2.491 λέξεις.

Είναι απορίας άξιον ποιος έπεισε τον πρωθυπουργό ότι υπάρχει κοινό στο Διαδίκτυο έτοιμο να αφιερώσει χρόνο για να διαβάσει ένα τέτοιο «μακρυνάρι», το οποίο αντιστοιχεί σε ένα πυκνογραμμένο τετρασέλιδο μιας κλασσικής εφημερίδας. Κι ακόμη μεγαλύτερη είναι η απορία για το αν βρέθηκε κάποιος να του μεταφέρει τα καταιγιστικά επικριτικά σχόλια χρηστών που σωρηδόν προστίθεντο κάτω από την ανάρτηση αμέσως μόλις αυτή δημοσιεύθηκε. Σχόλια τα οποία δεν είχαν σχέση με το περιεχόμενο του αναρτημένου κειμένου, αλλά στην συντριπτική τους πλειονότητα αναφερόταν στις προγραμματισμένες για τις επόμενες ώρες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Αν το κυβερνητικό επιτελείο διέθετε τους απαραίτητους κοινωνικούς αισθητήρες θα είχε αντιληφθεί ότι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα δεν είναι κατάλληλο για να καλλιεργηθούν φλύαρες προπαγανδιστικές αναρτήσεις. Πολύ περισσότερο, θα είχε διαγνώσει την κυοφορία ενός πολυσήμαντου πολιτικού γεγονότος, όπως ήταν τα μαζικά λαϊκά συλλαλητήρια τα οποία πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα με απόλυτη τάξη και ηρεμία και, το σημαντικότερο, χωρίς κομματικά λάβαρα και τοξικές ύβρεις και κραυγές.

Μέσα σε λίγες ώρες η αυτάρεσκη βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση είναι άτρωτη και πολιτικά κυρίαρχη, την οποία απέπνεε η κυριακάτικη πρωθυπουργική ανάρτηση, είχε εξαερωθεί και είχε δώσει τη θέση της στη διάχυτη ανησυχία για κοινωνική και πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης που αίφνης κατέλαβε το πρωθυπουργικό επιτελείο. Το απόγευμα της Κυριακής δεν είχε καμία σχέση με το πρωί της ίδιας μέρας.

Διότι, μπορεί να μην αποτελεί σύνηθες γεγονός να προκαλούνται τόσο έντονες πολιτικές εντυπώσεις από μια ειρηνική κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, όπως αυτή της περασμένης της Κυριακής, που υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να ανακρούσει πρύμναν, ομολογώντας δημόσια λάθη και αστοχίες στη διαχείριση μιας σημαντικής κρίσης, πλην, όμως, τα όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας τις τελευταίες ημέρες επιβεβαιώνουν όσους πιστεύουν ότι η πολιτική δεν είναι ένα παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς.

Στην πολιτική, όπως και εν γένει στην ανθρώπινη ζωή, οι εξελίξεις τις περισσότερες φορές δεν είναι ευθύγραμμες. Οι ίδιοι ακριβώς χειρισμοί, που γίνονται σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μπορεί να φέρουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Και όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτό τον άτυπο, πλην διαχρονικό, κανόνα βρίσκεται συνήθως προ εκπλήξεως. Όπως συνέβη με την κυβέρνηση, η οποία εξέλαβε ως γενικευμένη άφεση αμαρτιών το γεγονός ότι οι πολίτες μόλις λίγους μήνες μετά το φρικιαστικό δυστύχημα των Τεμπών έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία αυξημένα ποσοστά. Ενδεχομένως και επειδή, μεταξύ πολλών άλλων, πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις ότι θα χυνόταν άπλετο φως και θα τιμωρούνταν όσοι ενέχονταν στο έγκλημα που στοίχισε τη ζωή σε 57 νέους ανθρώπους και βύθισε στο πένθος τις οικογένειες τους.

Δύο χρόνια αργότερα, όμως, όχι μόνον δεν προχώρησε η διερεύνηση και ο καταλογισμός των ευθυνών, αλλά κάθε μέρα που περνούσε η κοινή γνώμη βομβαρδιζόταν με καταγγελίες για συγκάλυψη του εγκλήματος από τις επίσημες αρχές της Πολιτείας. Με όχημα την αλαζονεία, με την οποία τούς όπλισε το 41% των βουλευτικών εκλογών του 2023, στελέχη της κυβέρνησης προκαταλάμβαναν τα αποτελέσματα των συνεχιζόμενων ερευνών, αντιδικούσαν αδιάντροπα με τους χαροκαμένους γονείς των αδικοχαμένων θυμάτων και δεν έκαναν τίποτε ουσιαστικό για να πείσουν ότι κάτι άλλαξε μετά το δυστύχημα και δεν θα επαναληφθεί άλλη τέτοια τραγωδία.

Παρά το γεγονός ότι εδώ και καιρό -και σίγουρα από τις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου και εντεύθεν- υπήρχαν ηχηρά μηνύματα ότι είχε μειωθεί το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης, τα στελέχη της τελευταίας αγνοούσαν την πραγματικότητα, παρηγορούμενοι από τον ένθεν κακείθεν πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε την εξουσία το 2019 έχοντας εξασφαλίσει τη θετική προαίρεση ή και την ανοχή μιας αξιοσημείωτης μερίδας ψηφοφόρων που δεν ψήφιζαν ΝΔ. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργικής του θητείας κατά την οποία τόσο τα ποσοτικά όσο και τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων έδειχναν σταθερά ότι η απήχηση που απολάμβανε εξακολουθούσε να είναι ευρύτερη.

Αντιθέτως, σχεδόν σε όλες τις πρόσφατες έρευνες φαίνεται ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν τη συμπάθεια και τη στήριξη από περίπου το 1/3 των πολιτών, ενώ την ίδια ώρα έχουν απέναντι τους τα 2/3 της κοινωνίας. Ενδεικτικά και μόνον να αναφέρουμε ότι σε δημοσκόπηση της περασμένης εβδομάδας οι πολίτες σε ποσοστό 61% εξέφρασαν την πεποίθηση ότι τα πράγματα στη χώρα πηγαίνουν στη λάθος κατεύθυνση, έναντι μόνο του 31% που απάντησε ότι πηγαίνουν προς τη σωστή. Αντίστοιχα συμπεράσματα εξάγονται και από τα υπόλοιπα ευρήματα των μετρήσεων, οι οποίες, αν δεν εμφάνιζαν το δεύτερο κόμμα να απέχει αρκετά από την διεκδίκηση της πρωτιάς, είναι βέβαιο ότι θα έδιναν σήμα για επερχόμενη ανατροπή των συσχετισμών.

Τα συλλαλητήρια της περασμένης Κυριακής έδειξαν ότι η ελληνική κοινωνία δεν βολεύεται με το σημερινό status που παραπέμπει στο «δόγμα» σύμφωνα με το οποίο «ο τυφλός άρχει στους μονόφθαλμους». Οπότε, ή η κυβέρνηση θα ανοίξει το πεδίο της και θα ενσωματώσει στο πολιτικό της σχέδιο ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις ή θα υποστεί τις συνέπειες της κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης με την οποία την έφεραν αντιμέτωπη οι ολέθριοι χειρισμοί των στελεχών της στην υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών.

Κακά τα ψέματα, πολιτική ερήμην της (πλειοψηφίας της) κοινωνίας δεν νοείται!

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Ο λαϊκισμός του κλειδαρά, δέκα χρόνια μετά την… κατάργηση των Μνημονίων «με ένα νόμο και ένα άρθρο»

Όσοι έχουμε ξεροσταλιάσει -και ο γράφων είναι ένας εξ αυτών- στις ουρές των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ για να παραλάβουμε κάποιο φαρμακευτικό σκεύασμα υψηλού κόστους για λογαριασμό δικό μας ή οικείου προσώπου μας, είμαστε δύσπιστοι ότι θα περιοριστεί έστω και κατ΄ ελάχιστον η ταλαιπωρία που υφίστανται τόσοι άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια κατά τα οποία ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης διάγει την τρίτη κατά σειράν θητεία του στο υπουργείο Υγείας.

Φαντάζομαι ότι την ίδια δυσπιστία αισθάνονται και όλοι όσοι έχουν κατά καιρούς ακούσει τις διαπιστωτικές καταγγελίες αρμοδίων για τις «ουρές της ντροπής» στις οποίες στήνονται καρκινοπαθείς και άλλοι πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα για να προμηθευτούν τα σκευάσματα που τους παρατείνουν τη ζωή. Όπως και τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις ότι θα βρεθεί λύση για να περιοριστεί η ταλαιπωρία τους με μέτρα όπως η κατ΄ οίκον διανομή των συγκεκριμένων φαρμάκων.

Είναι μια εύλογη δυσπιστία η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι ο ΕΟΠΥΥ ο μόνος δημόσιος φορέας καταταλαιπώρησης των Ελλήνων πολιτών. Σε πείσμα, άλλωστε, των νέων εργαλείων που αφειδώς παρέχει στις μέρες μας η ψηφιακή τεχνολογία, η εξυπηρέτηση των πολιτών από αρκετούς φορείς, όχι μόνον του Δημοσίου, αντί να διευκολύνεται, γίνεται συχνά ολοένα και πιο δυσχερής.

Δοκιμάστε, για παράδειγμα, να επικοινωνήσετε και να μιλήσετε με κάποιον άνθρωπο στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για να ζητήσετε κάποια διευκρίνιση προκειμένου να ανταποκριθείτε σε υποχρέωσή σας. Χωρίς τη διαμεσολάβηση έμπειρου λογιστή, ο οποίος να γνωρίζει τα διαδικτυακά «κατατόπια», είναι σχεδόν αδύνατον να βρει άκρη ο απλός φορολογούμενος πολίτης. Ο οποίος, αν έχει πιστέψει κιόλας τις εξαγγελίες για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) από το ελληνικό Δημόσιο, βιώνει την απόλυτη ψυχρολουσία.

Ίδια και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στις τράπεζες, στις ασφαλιστικές εταιρίες, στις εταιρίες ενέργειας και τηλεφωνίας, που μπορεί να μην ανήκουν πλέον στο Δημόσιο, αλλά διατηρούν πολλές από τις παθογένειες του κρατικού τους παρελθόντος. Πολύ περισσότερο που οι περισσότεροι εξ αυτών, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, έχουν μειώσει δραματικά το προσωπικό, που τις περισσότερες φορές είναι ανεκπαίδευτο, ενώ έχουν μειώσει τα σημεία εξυπηρέτησης των πελατών τους. Με αποτέλεσμα να χάνουν οι πολίτες άπειρες εργατοώρες σε χρονοβόρες τηλεφωνικές αναμονές και σε μάταιες απόπειρες να «συνεννοηθούν» με κακοσχεδιασμένα συστήματα δήθεν αυτόματης εξυπηρέτησης.

Το σύστημα των ραντεβού που καθιερώθηκε την περίοδο της πανδημίας όχι μόνον δεν άλλαξε με το πέρας της υγειονομικής κρίσης, αλλά πλέον μονιμοποιήθηκε και αποτελεί τη δικαιολογητική βάση για να καθυστερεί σε τυραννικό βαθμό η εξυπηρέτηση πελατών, καταναλωτών και συνδρομητών. Με πρόσχημα ότι «δεν υπάρχουν διαθέσιμα ραντεβού για να εξυπηρετηθείτε γρηγορότερα» φθάσαμε να χρειάζεται να περάσουν εβδομάδες ακόμη και για να ανοίξει κάποιος έναν απλό τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιον για τη σκοπιμότητα που είχαν οι ακτιβιστικές ενέργειες του υπουργού Υγείας να καλέσει κλειδαρά για να ανοίξουν οι πόρτες του φαρμακείου του ΕΟΠΥΥ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που παρέμενε κλειστό εξαιτίας της απουσίας του προσωπικού  και να… παρηγορεί τους ταλαιπωρημένους ασφαλισμένους κερνώντας τους καφέδες. Πιστεύει, άραγε, κάποιος στη. Κυβέρνηση ότι με τέτοιους λαϊκισμούς μπορεί να πειστεί η κοινή γνώμη ότι γίνεται σοβαρή προσπάθεια για να καταπολεμηθούν τα εκτεταμένα κρούσματα διοικητικής αποδιοργάνωσης;

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στα πράγματα το 2019 επειδή υποσχέθηκε να απαλλάξει τους Έλληνες από τους κούφιους μεγαλόστομους λαϊκισμούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι οποίοι είχαν πάρει την εξουσία -αύριο, 25.1, συμπληρώνεται η δέκατη επέτειο της διαβόητης «πρώτης φοράς Αριστερά»- με την αστεία υπόσχεση ότι θα καταργούσαν τα Μνημόνια «με έναν νόμο και με ένα άρθρο». Απότοκο, άλλωστε, των Μνημονίων, που φυσικά ποτέ δεν καταργήθηκαν, είναι η προμήθεια των φαρμάκων υψηλού κόστους από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ που επιβλήθηκε ως μέτρο που κατέτεινε στην περιστολή της ανεξέλεγκτης εκτίναξης της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε προηγηθεί.  

Τα ευρήματα μιας πλειάδας ερευνών, που είναι υπόψιν της σημερινής κυβερνητικής ηγεσίας, δείχνουν ότι η κοινή γνώμη αισθάνεται πλέον μεγάλη αποστροφή κάθε φορά που ακούει εξαγγελίες οι οποίες έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν χωρίς να έχουν υλοποιηθεί. Οι Έλληνες πολίτες έχουν κουραστεί από τα «μεγάλα λόγια». Απαιτούν ειλικρίνεια και, προ παντός, αποτελεσματικότητα. Θέλουν απτά έργα και όχι σόου με κλειδαράδες για το τηλεοπτικό θεαθήναι.

Όλοι, εξάλλου, θυμόμαστε που κατέληξαν το 2015 οι καθημερινές προσχεδιασμένες αντιπαραθέσεις που είχε έξω από τα νοσοκομεία με την -και τότε, όπως και σήμερα- υποτιθέμενη «συμμαχία της μιζέριας» ο υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Σαμαρά που δεν ήθελε να του «φάει τη δόξα» ο τροϊκανός Πόουλ Τόμσεν. Με αυτά και με άλλα πολλά, μπορεί η κυβέρνηση που συμμετείχε να καταβαραθρώθηκε, ο ίδιος όμως έχτισε «καριέρα» κατεβαίνοντας για αρχηγός της ΝΔ και αναλαμβάνοντας στη συνέχεια αντιπρόεδρος του κόμματος.

Τώρα που προσέλαβε και… κλειδαράδες μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεκλειδώσει την πόρτα που δεν μπόρεσε να ανοίξει όταν ξεδίπλωσε για πρώτη φορά τις αρχηγικές του βλέψεις. Οπότε, αν δεν του υποδείξει κάποιος -και αυτός είναι μόνον ένας- ότι οι λαϊκισμοί προσελκύουν μόνον τους φανατικούς οπαδούς και απωθούν όλους τους σκεπτόμενους πολίτες, ο λογαριασμός θα πληρωθεί σωρευτικά. Όπως έγινε το 2015 με την κυβέρνηση Σαμαρά και το 2019 με την κυβέρνηση Τσίπρα.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ο Τασούλας, το… DNA Μητσοτάκη και ο κατά Μπίσμαρκ ορισμός της πολιτικής

Μέσα στην πολυπλοκότητά τους ακόμη και οι πιο κρίσιμες αποφάσεις, που ο καθένας μας καλείται να λάβει στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής του, είναι τις περισσότερες φορές πολύ απλές: σταθμίζεις το κόστος και το όφελος που αποφέρει καθεμιά από τις εναλλακτικές λύσεις που έχεις ενώπιόν σου και καταλήγεις σε εκείνη που φαίνεται να έχει το θετικότερο ισοζύγιο.

Υπό αυτό πρίσμα νομίζω ότι πρέπει να ερμηνευτεί και η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να κάνει μια κατά τα φαινόμενα «ασφαλή» επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας προτείνοντας τον Κώστα Τασούλα με βασικό κριτήριο ότι η υποψηφιότητα του απερχόμενου Προέδρου της Βουλής και επί 25ετία βουλευτή Ιωαννίνων εξασφαλίζει την ομόθυμη στήριξη των μελών της «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Μια στήριξη, όμως, η οποία δεν μπορούσε να προεξοφληθεί ότι θα ίσχυε και για οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο, κυρίως εξαιτίας του ότι ο νυν πρωθυπουργός πριν από δέκα χρόνια είχε δημιουργήσει προηγούμενο όταν δεν ακολούθησε την κομματική γραμμή αρνούμενος να ψηφίσει υπέρ του Προκόπη Παυλόπουλου.  

Πέρα, λοιπόν, από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις για το τι μπορεί να «κρύβεται» πίσω από την πρωθυπουργική πρόταση, όσοι δεν βλέπουν την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των επιθυμιών τους διακρίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν πάντα ένας ρεαλιστής πολιτικός. «Ανδρώθηκε», εξάλλου, σε μια πολιτική δυναστεία, στο DNA της οποίας συνυπάρχουν ισχυρές δόσεις πολιτικής επιβίωσης που άλλοτε λειτουργούν και άλλοτε όχι.

Ποιος, για παράδειγμα, ξεχνάει ότι ο σημερινός πρωθυπουργός παρέμεινε βουλευτής στην αντιμνημονιακή Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά που λάνσαρε τα περιβόητα «ισοδύναμα» των «Ζαππείων»; Το έκανε μάλιστα σε μια περίοδο που, με τη στήριξη του πατέρα τους Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη διαφοροποιήθηκε ανοικτά, ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο και δημιούργησε νέο πολιτικό φορέα, έχοντας στο πλάι της τα περισσότερα μέλη της οικογένειας, αλλά όχι τον βουλευτή Κυριάκο.   

Δίχως αμφιβολία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι διαβάζει τους οιωνούς που διαγράφονται στον ορίζοντα και προσαρμόζεται γρήγορα στα εκάστοτε δεδομένα. Γι΄ αυτό και από τη στιγμή που στην τρέχουσα συγκυρία η πυξίδα στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα έδειξε να στρέφεται σε σαφώς συντηρητική κατεύθυνση, μόνον εθελοτυφλούντες μπορούσαν να αναμένουν ότι θα έκανε επιλογή προσώπου για το Προεδρικό Μέγαρο η οποία θα αντιστρατεύονταν τη βούληση της μεγάλης μάζας των ψηφοφόρων που τον έφεραν και τον διατήρησαν στην εξουσία πριν από ενάμισι χρόνο.

Γι΄ αυτό, άλλωστε, στην παρούσα φάση κινήθηκε στον αντίποδα της επιλογής που έκανε πριν από πέντε χρόνια όταν πρότεινε για Πρόεδρο την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την πρώτη γυναίκα η οποία κατελάμβανε το ύπατο πολιτειακό αξίωμα με εχέγγυο τα «προοδευτικά» διαπιστευτήρια που είχε συσσωρεύσει κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Όπως και να το κάνουμε, όμως, το 2019 δεν είναι ίδιο με το 2025. Οπότε, ας μην αυταπατώμεθα, ούτε ο σημερινός Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ίδιος με τον προ πενταετίας Κυριάκο Μητσοτάκη που στελέχωνε το επιτελείο του και επέλεγε συνεργάτες χωρίς ισορροπητικές σταθμίσεις.   

Κακά τα ψέματα, η πρόσφατη εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ λειτούργησε καταλυτικά υπέρ της συντηρητικής αναδίπλωσης η οποία δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Η επίδρασή της επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη, πριν καν αναλάβει καθήκοντα ο νέος Πρόεδρος που ορκίζεται την ερχόμενη Δευτέρα. Και, είτε αρέσει είτε όχι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ότι ήταν από τους πρώτους που έλαβε τα σχετικά μηνύματα.

Στη δημόσια συζήτηση την οποία είχε μόλις δέκα ημέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου με τον Γάλλο φιλόσοφο και συγγραφέα Πασκάλ Μπρυκνέρ πήρε σαφείς αποστάσεις από τη λεγόμενη «woke ατζέντα» που ερέθιζε το παραδοσιακό δεξιό ακροατήριο.

Οι ισχυρισμοί του για «την τυραννία των μειονοτήτων» που «αν την αμφισβητήσεις σε λένε φασίστα, θιασώτη της πατριαρχίας» δεν άφηναν αμφιβολίες για τους αποδέκτες της τοποθέτησής του. Πολύ περισσότερο που, παρότι βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες μετά την πολιτική ένταση που δημιούργησε ο νόμος με τον οποίο άνοιξε ο δρόμος για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, συνοδευόταν από τη διαβεβαίωση ότι «αν εξαρτάται από εμένα, (σ.σ.: η διαβόητη woke culture) δε θα ήθελα ποτέ να υπάρξει στην Ελλάδα».

Στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, άλλωστε, το συντηρητικό ακροατήριο το οποίο δεν απείχε από τις κάλπες διαμαρτυρόμενο γι΄ αυτό τον λόγο ή δεν ψήφιζε τα διάφορα ακροδεξιά σχήματα, που οι πολιτικές τους θέσεις είναι πολύ συχνά για γέλια και για κλάματα, έδωσε εκ νέου την ψήφο του τη ΝΔ με πολύ βαριά καρδιά.

Αν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά και την άκρως επιθετική κριτική για πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής που, άλλοτε ασαφώς και σε κάποιες περιπτώσεις στοχευμένα, ασκούν τους τελευταίους μήνες οι προκάτοχοι του στην ηγεσία της ΝΔ και στην πρωθυπουργία της χώρας, Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής, τα περιθώρια των χειρισμών που είχε παλαιότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πλέον αρκετά συρρικνωμένα.

Ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, ο εμβληματικός Γερμανός καγκελάριος  Όττο φον Μπίσμαρκ δίνοντας τον ορισμό της πολιτικής υποστήριζε ότι «είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού». Ο ορισμός που διατύπωσε παραμένει αναλλοίωτος ως τις μέρες μας και όποιος τον παραβλέπει συνήθως έρχεται αντιμέτωπος με τις προσδοκίες της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης.

Ο αντίλογος βεβαίως είναι ότι συνιστά έναν κανόνα που ισχύει σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και μπορεί να λάβει διαφορετική τροπή σε μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη διάσταση. Οπότε μένει να φανεί αν το πνεύμα της λογικής «κάλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε» που επικράτησε στην επιλογή του Κώστα Τασούλα, θα ενισχύσει όντως την κυβερνητική σταθερότητα που αποτελεί την δικαιολογητική βάση από την οποία υπαγορεύτηκε η προεδρική υποψηφιότητα του εξ Ηπείρου ορμώμενου πολιτικού.

Στις προσεχείς δημοσκοπήσεις και κυρίως στις επόμενες εκλογές θα ξέρουμε αν η επιλογή υπήρξε όντως μια επιτυχής πολιτική κίνηση.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Άνοιξαν οι πύλες του… φρενοκομείου και ανέλαβαν τη διοίκηση οι υποψήφιοι τρόφιμοι

    «Η Βοημία και (η) Μοραβία ενσωματώθηκαν εις το Γ΄Ράιχ. Ο Φύρερ εισήλθε χθες στην εσπέραν εις την Πράγαν. Ο Γερμανικός στρατός  συνεπλήρωσε την κατάληψιν του τσεχικού κράτους. Τα στρατεύματα του Ράιχ κατέλαβον την πρωτεύουσα της Σλοβακίας». 

    Αυτός ήταν επί λέξει ο πρωτοσέλιδος τίτλος με τον οποίο μια ελληνική καθημερινή εφημερίδα, η οποία κυκλοφορεί ακόμη, ενημέρωνε στις 16 Μαρτίου 1939 το κοινό της για ένα πολυσήμαντο γεγονός όπως ήταν η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ. Ένα γεγονός το οποίο, ενώ αποτέλεσε την ουσιαστική πράξη κήρυξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αντιμετωπίστηκε, όχι μόνον στην Ελλάδα, όπως μαρτυρεί το περί ού ο λόγος δημοσίευμα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, με εντυπωσιακή χαλαρότητα.    

    Μια μέρα νωρίτερα, ο Χίτλερ, ο οποίος είχε ήδη ενσωματώσει στο Ράιχ την Αυστρία, είχε καλέσει σε συνάντηση τον πρόεδρο και τον υπουργό Εξωτερικών της Τσεχοσλοβακίας Εμίλ Χάτσα και Φράντισεκ Χβαλκόβσκι, αντίστοιχα, για να τους ανακοινώσει ότι η απόφασή του να εισβάλει στη χώρα τους ήταν ειλημμένη. Τούς διαμήνυσε ότι είχαν την «επιλογή» να κάνουν αντίσταση, η οποία θα συντριβόταν αμέσως, ή να «επιτρέψουν» την… ειρηνική κατάληψη. 

    Αρχικά, ο πρόεδρος Χάτσα κατέρρευσε, αλλά στη συνέχεια υπέγραψε το έγγραφο, με το οποίο η χώρα του διαμελίστηκε. Η Βοημία και η Μοραβία ανακηρύχθηκαν γερμανικό προτεκτοράτο με αρμοστή τον Γερμανό πρώην υπουργό Εξωτερικών Κονσταντίν φον Νόιρατ, στην Πράγα υψώθηκε η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και ο ίδιος ο Χάτσα διατήρησε τη θέση του προέδρου.

    Οι «άμοιροι» Τσέχοι δεν είχαν, άλλωστε, εναλλακτικές λύσεις από τη στιγμή που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι σύμμαχοί τους είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν την περιβόητη «πολιτική κατευνασμού» που είχε επισημοποιηθεί λίγους μήνες νωρίτερα όταν συναντήθηκαν στο Μόναχο με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Γαλλίας. 

    Εκεί υπέγραψαν Σύμφωνο με το οποίο αναγνωριζόταν δικαίωμα προσάρτησης της Σουδητίας, μιας περιοχής της Τσεχοσλοβακίας που κατοικούσαν πληθυσμοί που θεωρούσαν τους εαυτούς τους «αλύτρωτους» Γερμανούς. Πριν από αυτό, εξάλλου, είχε υπογραφεί στη Μόσχα το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και τον ομόλογά του της Σοβιετικής Ένωσης Βιατσεσλάβ Μολότοφ.

    Μπορεί να πέρασαν οκτώ και πλέον δεκαετίες από την εποχή που διαμείφθηκαν τα συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία κατέληξαν στον πιο πολυαίμακτο πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά όποιος έχει αίσθηση των πραγμάτων δεν νομίζω ότι δυσκολεύεται να βρει τις αναλογίες εκείνης της σκοτεινής περιόδου με τη σημερινή δυστοπική πραγματικότητα που προβάλλει στον διεθνή γεωπολιτικό ορίζοντα. Είναι η πρώτη φορά από το τέλος του Β΄Π.Π. που διατυπώνονται τόσο απροκάλυπτα απειλές για αναθεώρηση των συνόρων οι οποίες αν υλοποιηθούν θα αλλάξουν τον παγκόσμιο χάρτη και θα έχουν τρομακτικές επιπτώσεις που θα γίνουν αισθητές σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

    Αναμφίβολα, τα όσα με ωμότητα ισχυρίζεται ότι είναι διατεθειμένος να κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ μόλις επιστρέψει, σε δέκα μέρες από τώρα, στον Λευκό Οίκο, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες αποσταθεροποιητικές παρεμβάσεις εις βάρος δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών και υπέρ της Διεθνούς Ακροδεξιάς στις οποίες έχει επιδοθεί ο ανεκδιήγητος Έλον Μασκ, ο οποίος αποτελεί το alter ego του επανεκλεγέντος Αμερικανού Προέδρου, δεν απέχουν πολύ όσα δραματικά βίωσε η Ευρώπη την περίοδο του Μεσοπολέμου.  

    Μόνον όποιος εθελοτυφλεί, άλλωστε, δεν αντιλαμβάνεται ότι προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν οι εξαγγελίες Τραμπ για επέμβαση ακόμη και με στρατιωτικά μέσα στον Παναμά, στη Γροιλανδία και στον Καναδά, όπως ακριβώς έκανε ο Χίτλερ επικαλούμενος τη θεωρία για τον «ζωτικό χώρου του Ράιχ».

    Αντίστοιχης επικινδυνότητας είναι και οι απειλές για επιβολή δασμών έναντι όλων των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ. Ο εμπορικός πόλεμος που δίχως αμφιβολία θα ξεσπάσει από ένα τέτοιο μέτρο δεν θα αφήσει καμία χώρα ανεπηρέαστη, διότι τα αντίμετρα θα είναι αναπόφευκτα και αυτό σε μεσοπρόθεσμα θα πλήξει τη συνολική παγκόσμια παραγωγή και άρα τα εισοδήματα και ενδεχομένως την ίδια την επιβίωση πάρα πολλών ανθρώπων. 

    Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πολλές χώρες αντιμετώπισαν το πρόβλημα με καταφυγή σε λύσεις που κατέτειναν στην εθνική αυτάρκεια. Κάτι τέτοιο, όμως, στη σημερινή εποχή του εκτεταμένου παγκόσμιου καταμερισμού της παραγωγής, αλλά και του τεχνολογικού χάσματος ανάμεσα στις προηγμένες και μη χώρες, μοιάζει ως απολύτως αναποτελεσματική εκδοχή. Αντιθέτως, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν μόνον ως εφιαλτική προοπτική θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. 

    Διότι, ας μην αυταπατώμεθα, το ανεκδιήγητο δίδυμο των Τραμπ και Μασκ δεν είναι οι μόνοι που δείχνουν αποφασισμένοι να ανοίξουν τις πύλες του παγκόσμιου… φρενοκομείου και αντί να νοσηλευτούν σε αυτό ως υποψήφιοι τρόφιμοι δηλώνουν έτοιμοι να αναλάβουν τη διοίκησή τους. 

    Στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη το πάνω χέρι έχουν πάρει αυταρχικοί ηγέτες οι οποίοι, όπως εμείς καλά γνωρίζουμε εδώ στη μικρή μας γειτονιά, δεν κρύβουν τα αναθεωρητικά τους σχέδια. Ενώ την ίδια ώρα οι δυνάμεις της λογικής και της συνεννόησης χάνουν όλο και μεγαλύτερο έδαφος, είτε από τα ίδια τα δικά τους λάθη, είτε από τις δύσκολες συγκυρίες που επιφυλάσσει η πολύπλοκη εποχή μας. 

    Είναι απογοητευτικό, για παράδειγμα, ότι στη σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία έχουν επικρατήσει πολιτικοί που θυμίζουν τον Βρετανό Νέβιλ Τσάμπερλεν, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να κατευνάσει το χιτλερικό τέρας. Απουσιάζουν, αντιθέτως, χαρισματικές προσωπικότητες όπως ο Ουίστον Τσώρτσιλ που ηγήθηκε του αγώνα για να αφαιρεθεί η διοίκηση του φρενοκομείου από πρόσωπα, όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν «τρόφιμοι» του.

    Ζητείται λοιπόν ηγεσία με λογική, σωφροσύνη και αποφασιστικότητα. Στην Ευρώπη πρωτίστως, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη συνακόλουθα. Οι πύλες του φρενοκομείου πρέπει να κλείσουν το δυνατόν γρηγορότερα.


Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Οι αγέλες του Διαδικτύου διψούν για διχαστικές αφορμές

    Παλαιότερα οι άνθρωποι κάθε φορά που συναντώταν στους καφενέδες και σε άλλους χώρους κοινωνικής συναναστροφής, όπως τα γιορτινά τραπέζια, αντλούσαν επιχειρήματα για τις μεταξύ τους συζητήσεις από την ανάγνωση των εφημερίδων, η οποία αποτελούσε μια διαδικασία πιστοποίησης της εγκυρότητας για όσα επικαλούνταν προκειμένου να υπερκεράσουν την περιρρέουσα φημολογία. 
    «Μα έτσι το έγραψε ο Τύπος. Εγώ το διάβασα στην εφημερίδα!», ήταν ο συνήθως καταλυτικός ισχυρισμός που άλλοτε έτεμε και άλλοτε σφράγιζε τις διαφωνίες τόσο για γεγονότα όσο και για τις ερμηνείες τους.
    Αργότερα η… πιστοποίηση για το τι συνέβαινε γύρω μας προερχόταν, τουλάχιστον για ένα μέρος της κοινής γνώμης και κυρίως για τα τμήματα του πληθυσμού που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με την ανάγνωση, από την παρακολούθηση όσων μετέδιδε η μικρή οθόνη η οποία συν τω χρόνω «εισέβαλε» και εγκαταστάθηκε σχεδόν σε όλα τα σαλόνια: αστικά και λαϊκά.     
    «Το… είπε η τηλεόραση!», υπήρξε η «ατάκα» στην οποία κατέφευγαν πλείστοι όσοι συμπολίτες μας όταν ήθελαν να πείσουν για τη δική τους πρόσληψη της πραγματικότητας.
    Η τηλεοπτική ενημέρωση ήταν «εύπεπτη» αλλά ταυτόχρονα και δωρεάν. Οπότε εύκολα απέσπασε τα ηνία έναντι της έντυπης ενημέρωσης, η οποία πέρα από το κόστος που την επιβάρυνε, καθώς για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στο περιεχόμενο μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού έπρεπε να καταβάλει αντίτιμο ή να πληρώσει συνδρομή, χρειαζόταν συχνά να μετακινηθεί από το σπίτι ή το γραφείο του για να βρεθεί στο σημείο πώλησης. 
    Μοιραία, λοιπόν, ο πληθυσμός των ανθρώπων που ενημερώνονταν από τα έντυπα μέσα συρρικνώθηκε, ενώ η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών έγινε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό εγχείρημα.
    Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση ήταν η κατά γενική ομολογία υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης. Η οπτικοποίηση των ειδήσεων που μεταδίδουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί βασίζονται πρωτίστως στην εικόνα και λιγότερο στον λόγο και άρα στην ουσία της είδησης. 
    Όσο πιο έντονες είναι οι εικόνες που έχουν στη διάθεσή τους οι ιθύνοντες των καναλιών τόσο περισσότερο «αιχμαλωτίζουν» το φιλοθεάμον κοινό. 
    Ένα εντυπωσιακό τροχαίο, ακόμη και αν είναι αναίμακτο, βρίσκει ευκολότερα -με εξαιρέσεις πάντα- θέση σε ένα τηλεοπτικό δελτίο συγκριτικά, για παράδειγμα, με τη βράβευση ενός εξέχοντα επιστήμονα που μπορεί να ξεχώρισε με μια διεθνών διαστάσεων εφεύρεση. 
    Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να είναι κανείς τεχνοφοβικός για να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα μετά την επέλαση του Διαδικτύου και την άνθηση των λεγόμενων μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) τα οποία έδωσαν -χωρίς υπερβολή- τη δυνατότητα σε κάθε κάτοχο ενός smart phone ή ενός tablet να μετατραπεί σε παραγωγό υποτιθέμενου «ειδησεογραφικού» περιεχομένου. 
    Το αποτέλεσμα ήταν, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας να αλλάξουν άρδην οι συνήθεις ροές της πληροφόρησης για το ευρύ κοινό, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πάψει όχι μόνον να διαβάζουν εφημερίδες και περιοδικά αλλά και να βλέπουν τηλεόραση για να «μάθουν τα νέα». 
    Όπως δείχνουν τα ευρήματα πολλών πρόσφατων μετρήσεων, η -εντός ή εκτός εισαγωγικών- ενημέρωση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης γίνεται πλέον από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
    Το facebook, η πλατφόρμα X (το πρώην Twitter), που έχει περάσει στον έλεγχο του ανεκδιήγητου μεγιστάνα και φανατικού τραμπιστή Έλον Μασκ, το Instagram και άλλα ΜΚΔ της νεότερης γενιάς, αποτελούν στις μέρες μας βασικοί διαύλοι μέσω των οποίων γίνεται λήπτης της τρέχουσας πληροφόρησης ένα συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. 
    Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι και τα λεγόμενα συστημικά μέσα προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερο κοινό διοχετεύουν το δικό τους περιεχόμενο στα social media. 
    Στα καθ΄ ημάς η κατάσταση είναι από τις χειρότερες, εξαιτίας και του γεγονότος ότι μια μεγάλη μερίδα των παραδοσιακών μέσων έπεσαν θύματα της οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στα Μνημόνια αλλά και των δικών τους ανομημάτων που σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι «εκπαίδευσαν» το κοινό τους ότι τα σύνθετα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπιστούν με εύκολες λύσεις του τύπου «όλα είναι άσπρο ή μαύρο». 
    Και ακόμη χειρότερα ότι η ευημερία είναι μια αέναη κατάσταση που δεν έχει αντίστροφη πορεία.
    Ειδικά στη χώρα μας, η ευρεία διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνέπεσε χρονικά με τις εξαλλοσύνες της μνημονιακής περιόδου κατά την οποία ο δημόσιος βίος κατακλύζονταν από κάθε είδους αστείρευτες λαϊκίστικες υπερβολές για τα αίτια της κρίσης, ενώ εκπέμπονταν από πολλές πλευρές ασύμμετρες τοξικές επιθέσεις κατά προσώπων και θεσμών που σe πλείστες περιπτώσεις εύρισκαν έρεισμα σε fake news. 
    Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις υποτιθέμενες δωροδοκίες βουλευτών των ΑΝΕΛ ή τις κατασκευές για τροχήλατες βαλίτσες στο Μαξίμου από τον υπόκοσμο που καθοδηγούσε ο διαβόητος «Ρασπούτιν»;  
    Το δηλητήριο που χύθηκε εκείνη την περίοδο ήταν τόσο πολύ και τόσο έντονο που η επίδρασή του είναι, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα παρούσα στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της πατρίδας μας. 
    Μπορεί οι πρωταγωνιστές να άλλαξαν, αλλά οι μέθοδοι της δολοφονίας χαρακτήρων και της καλλιέργειας του διχαστικού πνεύματος είναι ίδιες και απαράλλακτες. 
    Με το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανακαλύπτουν εχθρούς ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, εξαπολύοντας τοξικές επιθέσεις σε όποιον θεωρούν ότι δεν ταυτίζεται με τις δικές τους ιδεοληπτικές εμμονές. 
    Αντιγράφοντας τον φανατισμό με τον οποίο οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα και κατόπιν του Στέφανου Κασσελάκη καθύβριζαν όποιον δεν συμφωνούσε μαζί τους, ανώνυμα, κυρίως, τρολ ξιφουλκούν εναντίον όποιου διαφωνεί με τη δική τους κοσμοθεώρηση.
    Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξε η καταιγιστική αναπαραγωγή από δεκάδες λογαριασμούς στο «Χ» των ισχυρισμών ότι δήθεν ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας οργάνωσε πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση προς… τιμήν του ΠΑΣΟΚ. 
    Κι όλα αυτά επειδή κάποιος χρήστης του Διαδικτύου απομόνωσε ένα φωτογραφικό ενσταντανέ που έδειχνε το έμβλημα του πράσινου ήλιου το οποίο εμφανίστηκε δι΄ ολίγον σε μια πολύωρη παράσταση με μουσικές και ιστορικά δρώμενα στην οποία όσοι την είδαν διαβεβαιώνουν ότι μόνον έπαινο δεν συνιστούσε για το σημερινό κόμμα  της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
    Τι σημασία, όμως, είχε; Οι αγέλες του εγχώριου Διαδικτύου που διψούν για διχαστικές αφορμές δεν μπορούσαν να αφήσουν να περάσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια… ευκαιρία. Πολύ περισσότερο που ο… κόπος τους ανταμείφθηκε από αμέτρητα likes και πάμπολλα σχόλια άλλων χρηστών που κατάπιαν αμάσητες τις αναρτήσεις λογαριασμών που προβάλλονται ως «opinionmakers». 
    Μπορεί λίγοι να είδαν τη συγκεκριμένη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων, η οποία μεταδόθηκε μόνον διαδικτυακά, αλλά οι αυτόκλητοι (;) μαχητές του πληκτρολογίου δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν αναπαραγωγή μιας ψευδούς παράστασης για να επιτεθούν στον κ. Δούκα, λες και είχε ο ίδιος προσωπικά την καλλιτεχνική επιμέλεια της επίμαχης εκδήλωσης.
    Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που επιδόθηκαν στο συγκεκριμένο «άθλημα». Παλαιά τους τέχνη κόσκινο. Και σιγά που θα άφηναν την πραγματικότητα να τους χαλάσει το «αφήγημα», χωρίς το οποίο θα έχαναν τα likes και τις αναπαραγωγές. 
    Όπως και να το κάνουμε, ο διχασμός «πουλάει». Και «πουλάει» τρελά. Μόνον που οι άνθρωποι που «ενημερώνονται» κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μόνον ενημερωμένοι δεν είναι. 
    Υ.Γ.: Τη μόνη απορία που έχω από όλο αυτό το σκηνικό είναι πως άραγε να ένοιωσαν όλοι αυτοί που επί μέρες πολλές καλλιεργούσαν τον διχασμό ανάμεσα στην πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων στο Σύνταγμα και την αντίστοιχη που οργάνωσε την ίδια ώρα η Περιφέρεια Αττικής στο Πεδίο του Άρεως όταν έμαθαν ότι το ίδιο βράδυ ο Χάρης Δούκας και ο Νίκος Χαρδαλιάς βρέθηκαν στο ίδιο κλαμπ και αντάλλαξαν εγκάρδιες ευχές…

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025

    «Αίσιον και ευτυχές το νέο έτος», ήταν παραδοσιακά η ευχή που απηύθυναν τέτοιες μέρες οι προηγούμενες γενιές οι οποίες είχαν μεν βγει τραυματισμένες από το καμίνι του πολυαίμακτου Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πλην όμως εκείνη η σκληρή δοκιμασία είχε «οπλίσει» τους επιβιώσαντες με μεγάλες προσδοκίες και ανυπέρβλητη αισιοδοξία ότι ένας «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» πρόβαλε στον ορίζοντα.

    Ακόμη και η δική μας χώρα, η οποία λόγω του Εμφυλίου άργησε να ακολουθήσει αυτή τη ρότα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να βιώνει μια ιστορικών διαστάσεων μεταμόρφωση του παραδοσιακού αναπτυξιακού μοντέλου, η οποία αύξανε βαθμιαία την πεποίθηση ότι η ανοδική τροχιά της ευημερίας θα ήταν αέναη. Η πλειονότητα των ανθρώπων πίστευαν ότι τα παιδιά που αποκτούσαν θα ζούσαν καλύτερα από τους ίδιους.  

    Με μικρά ή μεγαλύτερα σκαμπανεβάσματα, όπως ήταν οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1980, που γονάτισε την παγκόσμια οικονομία, όπως και μεταγενέστερα, το 2009, η κατάρρευση της Lehman Brothers, οι περισσότεροι άνθρωποι, τόσο στον δυτικό όσο και στον ανατολικό κόσμο, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, το 1989, έβλεπαν το επίπεδο της ζωής τους να βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο. 

    Η βαθμιαία επέλαση της παγκοσμιοποίησης μπορεί να προκάλεσε αρκετά «θύματα», καθώς έθεσε εκτός του παραγωγικού ιστού πολλές παραδοσιακές επιχειρήσεις του πρωτογενούς (σ.σ.: αγροτικές καλλιέργειες) και του δευτερογενούς (σ.σ.: μεταποίηση) τομέα της οικονομίας, αλλά συνολικά αύξησε την παραγωγή, το εμπόριο αλλά και τον διανεμόμενο πλούτο. 

    Παρόλο που ο πλούτος δεν κατανεμήθηκε ισότιμα ανάμεσα στις χώρες και, πολύ περισσότερο, στους ανθρώπους, γεγονός είναι ότι η συνολική ευημερία κινήθηκε ανοδικά. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι. Εξίσου αλήθεια, όμως, είναι ότι τους καρπούς της αυξημένης ευημερίας γεύθηκαν τόσο τα μέλη της νεοσχηματισθείσας μεσαίας τάξης όσο και τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που απέκτησαν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, όπως και σε δικαιώματα τα οποία για τους προγόνους τους ήταν αδιανόητα.        

    Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως και κάποιες περιφερειακές συρράξεις οι οποίες ωστόσο έμειναν σχετικά μακριά από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που ενεπλάκησαν μόνον εμμέσως σε αυτές, δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη για την ευημερία, η οποία εύρισκε έρεισμα στη σταθερότητα την οποία απολάμβανε ο πλανήτης για διάστημα μεγαλύτερο από επτά δεκαετίες και το οποίο ήταν μάλλον το μεγαλύτερο στην παγκόσμια ιστορία. 

    Οι τυπικοί και άτυποι θεσμοί της παγκόσμιας διακυβέρνησης παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό σεβαστοί και απαραβίαστοι. Τα σύνορα μεταξύ των χωρών ήταν σε γενικές γραμμές απαραβίαστα. Με αποτέλεσμα όλα αυτά τα χρόνια οι περισσότερες από τις αλλαγές που συντελέστηκαν να αφορούν τη δημιουργία νέων κρατών τα οποία επιτύγχαναν την αυτοδιάθεσή τους απαλλασσόμενα από την κατοχή ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1960 με πολλές αφρικανικές χώρες, αλλά και με την Κύπρο, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.

    Η εναλλαγή των ηγετών και των πολιτικών δυνάμεων που ασκούσαν τη διακυβέρνηση στις σημαντικότερες χώρες διαδραμάτιζε αναμφίβολα ρόλο στις εκάστοτε εξελίξεις. Με τη διαφορά, όμως, ότι, ατενίζοντας κανείς εκ των υστέρων τη μεγάλη εικόνα, αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος αυτός δεν ήταν αρκετός για να ανατρέψει τον ρου της ιστορίας. 

    Πόσο, για παράδειγμα, διαφορετικός ήταν ο πλανήτης, αλλά και η ίδια η χώρα, όταν στις ΗΠΑ ήταν Πρόεδρος ο Κάρτερ από την εποχή του Ρήγκαν; Ή όταν η Γαλλία κυβερνήθηκε από τον Ντε Γκώλ σε σχέση με την εποχή του Μιττεράν, η Βρετανία από την Θάτσερ ή τον Μπλερ και η Γερμανία από τον Μπραντ ή τον Κολ.

    Η προσδοκία ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα ήταν τόσο ισχυρή που οι περισσότεροι πολίτες ψήφιζαν και επέλεγαν τις ηγεσίες τους κατά βάση με αυτό το κριτήριο. Ο ηγέτης και η πολιτική δύναμη που κάθε φορά εξέφραζαν περισσότερο το συγκεκριμένο «αφήγημα» ήταν εκείνοι που κέρδιζαν τις εκλογές. Την ίδια ώρα, όμως, οι γεωπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν, κατά βάση, σταθερές. Και έτσι τα αιτήματα της πλειονότητας ήταν οικονομικής φύσης και στόχευαν πρωτίστως στην αύξηση της ευημερίας.

    Η εικόνα αυτή, που μας συντρόφευσε για αρκετές δεκαετίες, άλλαξε δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η αναστάτωση που επέφερε η λεγόμενη «αραβική άνοιξη», που μόνον τέτοια δεν αποδείχθηκε, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η αποτρόπαια απαγωγή των Ισραηλινών ομήρων από τη Χαμάς και η ασύμμετρη ισοπέδωση της Γάζας, λειτούργησαν ως αφορμές για να ανοίξει το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και να ξεπεταχθούν από τα σωθικά του καινούργιοι μισαλλόδοξοι εθνικισμοί και νέες τυφλές θρησκευτικές διαμάχες που επωάζονταν επί χρόνια και πλέον δύσκολα θα τιθασευτούν. Το κακό τζίνι βγήκε από το μπουκάλι και οι ελπίδες να επιστρέψει μάλλον φρούδες.

    Απότοκο όλων αυτών, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τα τραγικά πολιτικά λάθη των αντιπάλων του, υπήρξε η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος που κέρδισε τις εκλογές με υποσχέσεις ότι το σύνθημα MAGA (Make America Great Again) θα σήμαινε ότι δεν θα συμμετείχε σε πολέμους, διότι η κυβέρνηση του θα επικέντρωνε το ενδιαφέρον της στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, πριν καν αναλάβει καθήκοντα εξαπέλυσε πρωτόγνωρες απειλές προς πολλές κατευθύνσεις. Απείλησε τον Παναμά ότι θα του αποσπάσει τον έλεγχο της ομώνυμης διώρυγας αν δεν μειώσει τα τέλη διέλευσης των αμερικανικών πλοίων. Στράφηκε κατά της Δανίας ανακοινώνοντας μονομερώς την απόφασή του να θέσει υπό τον έλεγχό του το στρατηγικό νησί της Γροιλανδίας. «Προειδοποίησε» τον Καναδά ότι, αν δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του, θα χάσει την κρατική οντότητά του και θα μετατραπεί σε 51η Πολιτεία των ΗΠΑ.

    Μεγάλες επιπτώσεις για τη συλλογική ευημερία στον πλανήτη θα υπάρξουν αν μετά τις 20 Ιανουαρίου 2025 που θα γίνει η «αλλαγή φρουράς» στον Λευκό Οίκο υλοποιηθούν οι απειλές Τραμπ για την επιβολή δασμών στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές χώρες, η Κίνα και τα υπόλοιπα κράτη που θα δουν να μπαίνουν εμπόδια στη διακίνηση των δικών τους προϊόντων δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Θα προχωρήσουν σε αντίποινα και ο γενικευμένος εμπορικός πόλεμος που θα ακολουθήσει και θα θυμίζει εποχές Μεσοπολέμου θα έχει επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια παραγωγή και άρα τα εισοδήματα μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και εργαζομένων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.  

    Με αυτά και με πολλά άλλα, ο πλανήτης υποδέχεται σε λίγα 24ωρα το 2025 μέσα σε συνθήκες τρομακτικής αβεβαιότητας, που ενισχύεται από το γεγονός ότι την ίδια ώρα η Ευρώπη ταλανίζεται από φαινόμενα πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας. Η Γαλλία βρίσκεται ουσιαστικά από τον Ιούνιο χωρίς κυβέρνηση και είναι αμφίβολο αν θα αποκτήσει σύντομα για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που την απειλεί. Η Γερμανία οδηγείται σε πρόωρες εκλογές και κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι τον Φεβρουάριο που θα στηθούν οι κάλπες θα καταφέρει να αποκτήσει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα που θα την ξεκολλήσει από την οικονομική στασιμότητα προτού βουλιάξει σε πιο βαθιά ύφεση.

    Όσο για τα καθ΄ ημάς, μπορεί οι μακροοικονομικοί δείκτες να δείχνουν ότι κινούμαστε σε αντίθετη πορεία από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά αυτό, όπως καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις, δεν αυξάνει την πεποίθηση των Ελλήνων ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα την επόμενη χρονιά. Κάθε άλλο. Η απαισιοδοξία είναι στα ύψη. 

    Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν έχουμε παρά να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι τόσο οι διεθνείς όσο και οι εγχώριοι παράγοντες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025. Και άρα μάλλον δύσκολα θα αποδειχθεί «αίσιον και ευτυχές το νέον έτος».

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Θα ανάψει και άλλο «πράσινο φως» ο Τραμπ για «επιθετικές εξαγορές» από τον Ερντογάν;

    Στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Pulse για τον Σκάι), τρεις στους τέσσερις Έλληνες (75%) δήλωσαν ότι τους απασχολούν τα ελληνοτουρκικά θέματα, ενώ επτά στους δέκα συμπατριώτες μας (69%) απάντησαν ότι έχουν ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Συρία και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
    Είναι δύο ευρήματα που καταδεικνύουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν είναι καθόλου αδιάφορη για τα όσα συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή και πολύ περισσότερο ότι δεν αποστρέφει, όπως ορισμένοι νομίζουν, το πρόσωπό της από τις δυσμενείς εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα τελευταία στη στενή αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μας. 
    Μπορεί η πλειονότητα της κοινωνίας μας να αξιολογεί ως πιο σημαντικά για τη δική της καθημερινότητα άλλα ζητήματα, όπως είναι η φρενήρης ακρίβεια που κατατρώει τα εισοδήματα των περισσοτέρων και κυρίως των πιο αδύναμων στρωμάτων, ή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δημόσια υγεία, πλην, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τα όλο και πιο βαριά σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα.
    Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι από την ίδια μέτρηση προκύπτει ότι ο ένας στους δύο συμπολίτες μας (49%) προεξοφλεί ότι η νέα χρονιά που ξεκινάει σε ένδεκα μέρες θα είναι για την ανθρωπότητα και τον κόσμο λίγο ως πολύ χειρότερη από τη φετινή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος που μας περιβάλει έχει γίνει πολύ πιο σκληρός και βίαιος τα τελευταία χρόνια. Οπότε όσο και να θέλει να είναι κάποιος αισιόδοξος, η πραγματικότητα δεν του το επιτρέπει.  
    Οι αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία, στη Γάζα, στον Λίβανο και η πρόσφατη καθεστωτική ανατροπή στη Δαμασκό συνθέτουν ένα σκηνικό αστάθειας, που όμοιο έχει πολλές δεκαετίες να ζήσει η ανθρωπότητα. Ένα σκηνικό το οποίο γίνεται ακόμη πιο αβέβαιο εξαιτίας της σχεδόν παντελούς απουσίας αξιόλογων ηγετικών προσωπικοτήτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και της ανεκδιήγητης συμπεριφοράς που έχει ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων.
    Μόνον και μόνον οι έπαινοι που επιφυλάσσει ο Τραμπ για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Τούρκο πρόεδρο ο οποίος απροκάλυπτα πλέον εκμυστηρεύεται δημόσια τους νεοοθωμανικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς του για κατάκτηση εδαφών, που ξεκινούν από τη γειτονική του Συρία και φθάνουν έως τη Λιβύη και το μακρινό Σουδάν, είναι προφανές ότι κάνουν ακόμη πιο ασυγκράτητο τον «Σουλτάνο» της Άγκυρας.
    Είναι, εξάλλου, ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος ο οποίος επιβεβαίωσε την υποψία όλων ότι οι τζιχαντιστές που υποχρέωσαν τον δικτάτορα Άσαντ να εγκαταλείψει άρον άρον τη Δαμασκό δεν ήταν τίποτε περισσότερο από υποκινούμενα ανδρείκελα του Ερντογάν. Ανδρείκελα που, χάρις στην αφειδή τουρκική βοήθεια, είχαν εδραιωθεί στην αυτόνομη περιοχή του Ιντίλμπ, εφαρμόζοντας τα ισλαμιστικά ήθη και έθιμα (γυναίκες καλυμμένες με μαντήλες, κλπ) τα οποία, ας μην αυταπατώμεθα, αργά ή γρήγορα θα τα δούμε να επικρατούν σε όλη τη Συρία.
    Ο απίστευτος ισχυρισμός περί «επιθετικής εξαγοράς» της Συρίας από την Τουρκία, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Τραμπ για να περιγράψει την κατάσταση στην πολύπαθη μεσανατολική χώρα που ταλανίζεται από εμφύλιες συρράξεις ήδη από το 2011, αποτελεί την απόλυτη αποθέωση του κυνισμού. Και το ακόμη πιο απογοητευτικό είναι ότι δεν έμεινε εκεί. Υποστήριξε επιπλέον ότι ο Ερντογάν «είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος» και ότι «στην Τουρκία ήθελαν αυτή την ανατροπή εδώ και χιλιάδες χρόνια και τα κατάφεραν». Για να καταλήξει λέγοντας ότι «η Άγκυρα θα κρατήσει το κλειδί για ό,τι συμβαίνει στη Συρία».
    Περιέβαλε, βεβαίως, όλο αυτό το φιλοερντογανικό «αφήγημα» με τις γνωστές λαϊκίστικες φιοριτούρες ότι «δεν θα ήθελε να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες στη Συρία». Στην πραγματικότητα, όμως, μόνον αφελείς μπορεί να καταπιούν τις δήθεν «πασιφιστικές ευαισθησίες» του Τραμπ ότι «δεν είναι δικός μας αυτός ο πόλεμος». Διότι πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς για να μην αντιλαμβάνεται ότι ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν αυτός που επί της ουσίας άναψε το «πράσινο φως» για να αλλάξουν τα σύνορα στη Μέση Ανατολή.
    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι την ίδια ώρα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου έκανε δηλώσεις μέσα από το συριακό έδαφος, στέλνοντας μήνυμα ότι δεν θα μείνει έξω από τη λεία του διαμοιρασμού των εδαφών της Συρίας. Τα εμβληματικά Υψίπεδα του Γκολάν που επί δεκαετίες, όπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι που μεγαλώσαμε ακούγοντας τόσες και τόσες φορές γι΄ αυτή τη διαφιλονικούμενη περιοχή στη μεθόριο του Ισραήλ με τη Συρία, ελέγχονται πλέον από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις που θα είναι αφέλεια να αναμένει κανείς ότι θα αποσυρθούν από εκεί σε προβλεπτό χρόνο. 
    Όπως όλα δείχνουν, μάλιστα, τα χειρότερα είναι μπροστά μας, καθώς οι επεκτατικές διαθέσεις τόσο του Νετανιάχου όσο και του Ερντογάν προοιωνίζονται περισσότερο αίμα και μεγαλύτερη γεωπολιτική αναστάτωση στη Μέση Ανατολή. Οι απειλές ορισμένων στελεχών του Αμερικανικού Κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα εφόσον εξαπολυθεί επίθεση κατά των Κούρδων της Συρίας, οι οποίοι εξοπλισμένοι με αμερικανικά όπλα αμύνθηκαν γενναία απέναντι στο «Ισλαμικό Κράτος», δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί του Τούρκου Προέδρου.
    Ακόμη περισσότερο αδιάφορος δείχνει, δυστυχώς, ο κύκλος του Τραμπ για τους σχεδιασμούς του Ερντογάν να προχωρήσει σε υπογραφή με τα ανδρείκελα του στη Δαμασκό συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ εις βάρος των νομίμων συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου. Το προηγούμενο του διαβόητου παράνομου τουρκολυβικού συμφώνου δεν αφήνει ελπίδες ότι θα επικρατήσει το διεθνές δίκαιο.     
    Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική διπλωματία και το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑδεν έχουν άλλη επιλογή παρά να κινητοποιηθούν -χωρίς χρονοτριβή και πριν να είναι αργά- ώστε να ματαιωθεί το «πράσινο φως» που έχει λάβει ο Ερντογάν από τον Τραμπ για να προχωρήσει σε νέες «επιθετικές εξαγορές». Το επιτάσσει και η κοινή γνώμη που είναι ευαισθητοποιημένη και δικαίως αγωνιά για τις εξελίξεις.